-
101 δυς-δι-ερεύνητος
δυς-δι-ερεύνητος, schwer zu durchforschen; τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.
-
102 δυς-διά-βατος
δυς-διά-βατος, schwer zu passiren; τόπος Pol. 1, 39, 13; ζεῦγμα D. Sic. 17, 93.
-
103 δυς-άερος
δυς-άερος, mit schlechter Luft, ungesund; τόπος Strab., u. Sp.
-
104 δυς-άν-οδος
δυς-άν-οδος, schwer hinaufzusteigen, τόπος, Sp
-
105 δυς-έκ-πλους
δυς-έκ-πλους, schwer zum Heraussegeln; τόπος Pol. 34, 2, 5.
-
106 δύς-βατος
-
107 δασ-ώδης
-
108 δεύσιμος
-
109 διδασκαλικός
διδασκαλικός, zum Lehren oder Unterrichten gehörig, geschickt, Plat. Gorg. 755 a; ἡ ἐν τοῖς λόγοις διδασκαλική, sc. τέχνη, Soph. 229 e; λόγοι Xen. Mem. 1, 2, 21; Arist. u. Folgde; τόπος διδασκαλικός, locus classicus, Schol. Il. 5, 857. – Adv., Plat. Crat. 388 c.
-
110 διά-βροχος
διά-βροχος, durchnäßt, benetzt, ἄγκος ὕδασι Eur. Bacch. 1049; ὄμμα El. 503; τόπος Poll. 5, 22, 6; von Schiffen, leck, Thuc. 7, 12; übertr., ἔρωτι Luc. Tox. 15; τῇ μέϑῃ, betrunken, Bis acc. 17; οἴνῳ Suid.
-
111 νησίζω
νησίζω, eine Insel bilden, sein, νησίζων τόπος, Pol. 5, 46, 9.
-
112 βουνο-ειδής
βουνο-ειδής, ές, hügelartig, hügelig, τόπος Plut. Thes. 36; ἀνάστημα D. Sic. 5, 40.
-
113 βάσιμος
βάσιμος, gangbar, zugänglich, wo man fest fußen kann, τόπος τινί Dem. 25, 76; χρόνος ἱστορίᾳ β. Plut. Thes. 1.
-
114 λάξ
λάξ, mit der Ferse, mit dem Fuße hinten ausschlagend, stoßend, λὰξ ἐν στήϑεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος, Il. 6, 65. 16, 503, λὰξ ἔνϑορεν, Od. 17, 233, u. milder, λὰξ ποδὶ κινήσας, Il. 10, 157 Od. 15, 44, durch einen Stoß mit dem Fuße; Theogn. 815 u. a. D.; bei B. A. 106 wird λὰξ βῆ ναι, πατῆσαι für attisch erkl.; vgl. noch Aesch. πάντα ταῦτα λὰξ ὁρῶ πατούμενα, Eum. 110, wie Ch. 633; μηδέ νιν ἀϑέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσῃς Eum. 513; öfter bei Sp., λὰξ κινεῖν πρός τινα, Luc. Asin. 31; sprichwörtlich πὺξ καὶ λάξ, mit Hand u. Fuß, mit allen Kräften. Viele Alte nahmen es als subst., Hesych. erkl. λάκτισμα, Schol. Ap. Rh. 2, 106 ὁ ὑπὸ τοὺς δακτύλους τοῦ ποδὸς ψόφος (τόπος); aber Ap. Dysc. de adv. 551, 13 verwirft diese Annahme.
-
115 οὐρός
οὐρός, ὁ, (ΟΡ), ein Graben, in welchem die Schiffe aus dem Meere aufs Land gezogen wurden, nach Eust. ὁ τόπος, ὅϑεν ἡ ναῦς ὀρούει, ὁρμᾷ, καϑελκομένη εἰς ϑάλασσαν, Il. 2, 153, wo es von den steh zur Heimfahrt rüstenden Griechen heißt οὐρούς τ' ἐξεκάϑαιρον, ὑπὸ δ' ᾕρεον ἕρματα νηῶν, sie werden gereinigt, um die Schiffe ins Meer zu ziehen, da sie während der langen Zeit, welche seit der Ankunft der Griechen vor Troja vergangen war, allmälig vergraset od. verschüttet waren; VLL. erkl. νεώρια, περιορίσματα τῶν νεῶν, auf eine andere Ableitung hindeutend.
-
116 θῑν-ώδης
θῑν-ώδης, ες, dünenartig, sandig; αἰγιαλός Strab. VIII, 344; τόπος ἐπὶ ϑαλάσσης Plut. Flam. 20; ϑινῶδες ὡς ἄγκιστρον ἀγκύρας σάλῳ, poet. bei Plut. de virt. mor. 6, wie der Anker im Sande nicht festhaftet.
-
117 αὐχμηρός
αὐχμηρός, trocken, dürr, τόπος, Plat. Legg. VI, 761 b; νῶτα Λιβύης Ep. ad. 398 (VII, 626); ἠϊόνες ad. 128 (VI, 23); so ϑέρος, δίψα, Ep. ad. 176; Mel. 10 (VI, 21. XII, 133); αὐχμηρὸν οὖδας Eur. Alc. 950; übh. schmutzig, verwildert, ϑρίξ Soph. frg. 422; πλόκαμος Eur. Or. 587; χαίτη Theocr. 25, 225; αὐχμηρὰ τὴν κόμην Luc. Somn. 6; βίος, Saltat. 1, wo dabei steht μόνον τὸ σκληρὸν ἀγαϑὸν ἡγούμενος; wie Plat. αὐχμηρὸς καὶ σκληρός Conv. 203 c; Ar. Nubb. 910 steht dem αὐχμεῖν αἰσχρῶς – εὖ πράττειν entgegen; aber Plut. 84 ist es, wie aus dem Folgdn erhellt, ungewaschen. Bei Philip. ep. 17 (VI, 62) ist αὐχμηρὸς λίϑος der Bimsstein; Sp. arm, dürftig, Man. 2, 454.
-
118 αὐχμ-ώδης
-
119 αὐλή
αὐλή (ἄω), ἡ, urspr. jeder freie, luftige Ort ( διαπνεόμενος τόπος Ath. V, 189 b), dah. 1) bei Hom. der freie Platz rings um die Wohnung, mit einer Mauer umgeben und gepflastert, Od. 9, 184, wie ihn auch Achilleus um sein Zelt hat, Il. 24, 452; auf ihm liegen die Viehställe, 4, 433, u. in seiner Mitte steht der Altar des. Ζεὺς ἑρκεῖος, Od. 22, 376. 379. S. noch Her. 2. 148 u. Folgde. Seltener das Vorgemach, Hausflur, vestibulum, vgl. Plat. Conv. 212 d Prot. 311 a; Plut. Sol. 27. – 2) übh. die Wohnung, der Hof, Ζηνός Od. 4, 74; Διός Aesch. Prom. 122; Ἡρακλέος Pind. N. 4, 24; vgl. 10, 16; Soph. Tr. 202 u. sonst; ἀγρονόμοι αὐλαί, Hütten der Landbewohner, Ant. 782; νεκύων, das Todtenreich, Eur. Alc. 261. Bei Sp. bes. Hof des Königs, Kaisers, vgl. Ath. V, 189 d u. das. Men., αὐλὰς ϑεραπεύειν καὶ σατράπας; auch Diphil.; Pol. 5, 26 u. sonst; οἱ περὶ τὴν αὐλήν, Hofleute, 5, 36; vgl. 5, 65; auch = Landgut, Dion. Hal. 6, 50.
-
120 ἀ-πράγμων
ἀ-πράγμων, ον (πρᾶγμα), 1) geschäftslos, bes. frei von Staatsgeschäften, ἀνὴρ ἰδιώτης ἀπρ. Plat. Rep. X, 620 c; αὐτουργοὶ καὶ ἀπράγμονες VIII, 565 a: öfter bei Dem., der es besonders von einem ruhigen, sich um die öffentlichen Geschäfte nicht kümmernden Manne braucht u. mit μέτριος, ἀφιλόνεικος abdi, 42, 12. 40, 32; vgl. Thuc. 2, 40; Pol. setzt es dem πολυπράγμων entgegen, 9, 29, 2; dah. friedliebend, Thuc. 2, 64; πόλις 6. 18; τὸ ἄπραγμον, Friedensliebe, 2, 63; τόπος απ ράγμων, ein Ort ohne Gerichtshändel, Ar. Av. 44. – 2) sorglos, καὶ ἡδεῖα σίτων ἀπόλαυσις Xen. Mem. 2, 1, 33; ohne Mühe zu machen, τελευτὴ ἀπραγμονεσ τάτ η τοῖς φίλοις Xen. Apolog. 7, vgl. Ages. 4, 1. – Adv. απραγμόνως, ohne Händel zu erregen, friedlich, Xen. Hell. 6, 4, 27; vgl. Thuc. 6, 87.
См. также в других словарях:
τόπος — place masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
τόπος — ο 1. έκταση γης, μέρος, τοποθεσία: Άγονος τόπος. 2. ορισμένη περιοχή, χώρα, πατρίδα: Παπούτσι από τον τόπο σου, ας είν΄ και μπαλωμένο (παροιμία). 3. χώρος: Αυτό το μπαούλο έπιασε τον τόπο. 4. θέση: Κάθε πράμα στον τόπο του. 5. στα μαθηματικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τόπος νοητός — (topos noetos) (греч.) мыслимое место. Умопостигаемое пространство, в котором находятся эйдосы (Платон). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г.… … Философская энциклопедия
Οὐχ ὁ τόπος τὸν ἄνδρα, ἀλλ’ ὁ ἀνὴρ αὐτὸν ἔντιμον ποιεῖ. — См. Не место человека красит, но человек место … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γεωμετρικός τόπος — Βλ. λ. γεωμετρία … Dictionary of Greek
Κρανίου τόπος — Βλ. λ. Γολγοθάς … Dictionary of Greek
έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… … Dictionary of Greek
σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… … Dictionary of Greek