-
1 ελωδης
-
2 τοπος
ὅ1) местоἀνὰ τόπον Eur., ἐπὴ τόπου Polyb. и κατὰ τὸν τόπον Sext. — на месте, тут же
2) местность, область, страна(ὅ Ἑλλήνων τ. Aesch.)
κατὰ τόπους καὴ κώμας Plat. — по областям и селениям;οἱ ἕσπεροι τόποι Aesch. — западные страны, запад;γᾶς ἔσχατος τ. Aesch. — край земли;οἱ τῆς χώρας τόποι Plat. — (отдельные) области страны;ὅ τ. τῆς χώρας Dem. — характер местности3) пространство(χθονὸς πᾶς τ. Aesch.)
4) тж. pl. πυδεξδα νυμιεβςια Arst.5) рит.-лог. общее место, т.е. основной момент (в доказательстве) Arst.6) вопрос, тема(περὴ τόπον τινὰ διατρίβειν Isocr.)
-
3 αβεβηλος
-
4 αγχιβαθης
-
5 αμφιδρομος
21) бегущий вокруг, окружающий или кружащий(ся)(κῦμα Soph.; ἄστρων ἕλικες Anth.)
2) подверженный действию приливов и отливов, по друг. изобилующий водоворотами(οἱ κατὰ τὸν πορθμὸν τόποι Polyb.)
-
6 ανασκευαστικος
-
7 ανετος
21) распущенный(κόμη Luc.)
2) несдержанный3) физиол. расслабленный, вялый(τόποι, sc. σώματος Arst.)
-
8 ανωμαλος
21) неровный(χώρα Plat.; περίπατοι Arst.; τόποι Polyb.; χωρία Plut.)
2) неравномерный(κίνησις Arst., Plut.)
3) неравный(τύχαι Eur., Anth.; χρόνοι Arst.)
4) основанный на неравенстве (граждан)(πολιτείαι Plat.)
5) неоднородный, непостоянный(φωνή, ἦθος Arst.)
6) грам. отклоняющийся от нормы, неправильный -
9 αοικητος
21) необитаемый, безлюдный(Λιβύη Her.; χώρα Isocr.; πόλις Plat.; τόποι Arst.; ἐρημία Plut.)
2) бездомный(ἀοίκητον ποιεῖν τινα Dem.; ἀ. ἑστώς Luc. - v. l. ἄοικος)
-
10 αορατος
21) невидимый, незримый Isocr., Plat.; незаметный(διὰ σμικρότητα Plat.; τινι Plut.)
2) невиданный(ἄγνωστοι καὴ ἀόρατοι τόποι Polyb.)
3) (никогда) не видевший, не знавший(παντὸς κακοῦ Polyb.)
4) перен. близорукий, ограниченный(δύναμις ἀνθρωπίνη Luc.)
-
11 απανθρωπος
-
12 απομακρυνω
-
13 απρονοητος
21) лишенный прозорливости, непредусмотрительный, действующий необдуманно Xen., Polyb.2) не заботящийся, не пекущийся(τῶν ἐπὴ γῆς πραγμάτων Luc.)
3) непреднамеренный, невольный(ἀκρασία Arst.)
4) неизученный, необследованный(τόποι Polyb.; ἀ. αἰτία καὴ ἄδηλος Plut.)
5) не обеспеченный охраной(χώρα Polyb.)
6) застигнутый врасплох(ἀ. ληφθῆναι Polyb.)
-
14 αρκτος
ὅ, преимущ. ἥ (дор. gen. ἄρκτω)1) медведь, медведица Hom., HH., Arst. etc.2) (тж. ἅμαξα) созвездие большой медведицы Hom., Her., Xen., Arst., Polyb.αἱ ἄρκτοι Her., Plat., Arst. — Большая и Малая Медведицы
3) северный полюс Her., Plat., Arst.ἡ ἑτέρα ἄ. Arst. — южный полюс
4) тж. pl. север5) «морской медведь» ( вид краба) Arst.6) «медведица» (девочка, принимавшая участие в празднике Βραυρώνια) Eur., Arph. -
15 ασυνδηλος
-
16 βασιμος
-
17 βιωσκομαι
-
18 διαπυρος
21) горящий, пылающий(δαλός Eur.)
2) раскаленный, огненный(λίθος Xen.; μύδροι Arst.; σίδηρος Plut.)
3) пламенный, страстный(ἄνδρες Plat., Plut.; ἤθη Plut.)
δ. πρὸς ὀργήν Plut. — вспыльчивый4) жаркий, знойный -
19 δρυμωδης
-
20 δυσβατος
21) труднопроходимый, малодоступный(τόποι Arst., Polyb., Diod.; χώρα Plut.)
2) трудноодолимый, трудный(ἀμαχανίαι Pind.)
3) злосчастный, злополучный(Περσὴς αἶα Aesch. - v. l. δυσβάϋκτος)
См. также в других словарях:
τόποι — τόπος place masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άγιοι Τόποι — Η περιοχή της Παλαιστίνης που συνδέεται με τον βίο του Ιησού Χριστού, από τη γέννηση έως την Ανάληψή του: τα Ιεροσόλυμα, η Βηθλεέμ, το Όρος των Ελαιών, η Βηθανία, η Ναζαρέτ, το όρος Θαβώρ, η Κανά, ο ποταμός Ιορδάνης, η Σαμάρεια κλπ. Όταν σήμερα… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
εφικτός — ή, ό (ΑΜ ἐφικτός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμος μσν. 1. (για το θείο) κατανοητός 2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττει αρχ. 1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» είναι δυνατό να... β) «καθ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κατακόμβες — Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του … Dictionary of Greek
παραδόσεις — Ονομάζονται έτσι οι μυθικές διηγήσεις που πλάστηκαν από τον λαό και συνδέθηκαν με ορισμένους τόπους και χρόνους ή με ορισμένα φυσικά φαινόμενα και όντα ή με πρόσωπα ιστορικά και που ο λαός τις πιστεύει θεωρώντας τες αληθινές. Οι διηγήσεις αυτές… … Dictionary of Greek
Pappus (mathematicien) — Pappus (mathématicien) Pour l’article homonyme, voir Pappus. Mathematicae Collectiones par Pappus, traduites par Federico Commandino (1589) … Wikipédia en Français
Pappus (mathématicien) — Pour l’article homonyme, voir Pappus. Mathematicae Collectiones par Pappus, traduites par Federico Commandino (1589) … Wikipédia en Français
Pappus d'Alexandrie — Pour l’article homonyme, voir Pappus. Mathematicae Collectiones par Pappus, traduites par Federico Commandino (1589) Pappus d Alexandrie vécut au … Wikipédia en Français