-
1 ἐπιπλήσσω
II. punish, chastise, esp. with words, rebuke. reprove, c.acc.pers.,καί μ' οὔ τινά φημι ἄλλον ἐπιπλήξειν Il.23.580
, cf. Pl.Prt. 327a: c. dat.,Ἕκτορ, ἀεὶ μέν πώς μοι ἐπιπλήσσεις Il.12.211
, cf. Isoc.1.31; , cf. 1 Ep.Ti.5.1, etc.; ἐπί τινι for a thing, Pl.Plt. 286b:—[voice] Pass., to be rebuked, Id.Grg. 478e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπλήσσω
См. также в других словарях:
επιπλήττω — (Α ἐπιπλήσσω και αττ. τ. ἐπιπλήττω) [πλήσσω] ελέγχω, επιτιμώ, μαλώνω κάποιον («καὶ ἐπέπληττε τὸν μὴ καλῶς αὐλοῡντα», Πλάτ.) αρχ. 1. χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα («τόξῳ ἐπιπλήσσων», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) επιτίθεμαι 3. φρ. «ἐπιπλήσσω τινί τι» κατακρίνω… … Dictionary of Greek