-
1 τυχηρον
-
2 τυχηρόν
τυχηρόςlucky: masc acc sgτυχηρόςlucky: neut nom /voc /acc sg -
3 σύμ-βαμα
σύμ-βαμα, τό, Zufall, zufälliges Ereigniß, τυχηρόν, Eust. 1396, 55. – Bei den Stoikern, wie κατηγόρημα, das vollständige Prädikat bei intransitivem Verbum, z. B. Σωκράτης περιπατεῖ; das unvollständige Prädikat, wie Σωκράτης μέλλει, heißt παρασύμβαμα..
-
4 ἀμαυρός
A dark, i.e.,1 hardly seen, dim, faint, εἴδωλον ἀ. shadowy spectre, Od.4.824;νέκυες Sapph.68
; ἴχνος faint footstep, of an old man, E.HF 124, cf. X.Cyn. 6.21; of the sun, obscure, glimmering,Arist.
Mete. 367a21; of a comet's tail, ib. 343b12, cf. Theoc.22.21.2 having no light,νύξ Luc.Am.32
;ὄψις X.Cyn.5.26
:—hence, blind, sightless, of man, S.OC 1018; ἕπεο.. ἀμαυρῷ κώλῳ ib. 182; ψαύσας ἀμαυραῖς χερσίν ib. 1639; ἀμαυρά or dimly,Hp.
Acut. (Sp.)55, AP12.254 (Strat.), cf.IG14.2111.3 of sound, dim, faint, Arist.Aud. 802a19.II metaph.,1 dim, faint, uncertain, ; ; δόξα, ἡδοναί, ἐλπίς, Plu.Lyc.4, 2.125c, Arr. ap. Suid.; ζῷα-ότερα creatures of obscure kind, Arist.HA 608a11; ἐντομαὶ -ότεραι less conspicuous notches, Thphr. HP6.2.5, cf. 6.7.1.2 obscure, mean, unknown,- οτέρη γενεή Hes.Op. 284
;τυχηρὸν.. τιθεῖσ' ἀμαυρόν A.Ag. 466
, cf. E.Andr. 204; ἀ. ἀσθενής τε Pl.Com.l.c. Adv. - ρῶς obscurely, opp. ἀκριβῶς, Arist. Cael. 279a29.III [voice] Act., enfeebling (or perh. baffling, obscure),νοῦσος AP7.78
(Dionys.): Subst. ἀμαυρά, ἡ (sc. τελετή), = ἀμαύρωσις 1.3, PMag.Leid.W.6.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμαυρός
См. также в других словарях:
τυχηρόν — τυχηρός lucky masc acc sg τυχηρός lucky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχηρός — ή, ό / τυχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν 1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ ἀμαυρόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek