Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τυχηρόν

См. также в других словарях:

  • τυχηρόν — τυχηρός lucky masc acc sg τυχηρός lucky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχηρός — ή, ό / τυχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν 1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ ἀμαυρόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»