-
1 τυχαιος
-
2 τυχαίος
-
3 τυχαῖος
-
4 τύχαιος
-
5 τύχαιος
τύχαιος, vom Glück, Zufall herrührend, zufällig, ungefähr -
6 τυχαίος
-
7 τυχαίος
[тихэос] επ случайный, неожиданный, непредвиденный. -
8 τυχαῖος
A accidental, Plu.Num.10, Placit.1.4.1, Procl. in Alc.p.78C. Adv.- ως
casually,J.
AJ5.9.2, AP12.222 (Strat.), Theol.Ar.53.II Τυχαῖον, τό, temple of Fortuna ([etym.] Τύχη), D.C.43.21, al., IGRom.1.800 ([place name] Thrace), OGI585.5 ([place name] Cyprus); at Constantinople, Hsch.Mil.Fr.4.15: late spelling Τυχέῳ (dat.) BGU 9i 21 (iii A. D.).III ἔμπορος τυχαίων dub. l. in IG14.419 ([place name] Messana).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυχαῖος
-
9 τυχαίος
1) accidental2) adventitious3) haphazardΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τυχαίος
-
10 τυχαία
τυχαί̱ᾱ, τυχαῖοςaccidental: fem nom /voc /acc dualτυχαί̱ᾱ, τυχαῖοςaccidental: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τυχαί̱ᾱͅ, τυχαῖοςaccidental: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 τυχαίον
-
12 τυχαῖον
-
13 τυχαίας
τυχαί̱ᾱς, τυχαῖοςaccidental: fem acc plτυχαί̱ᾱς, τυχαῖοςaccidental: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 τυχαίων
τυχαί̱ων, τυχαῖοςaccidental: fem gen plτυχαί̱ων, τυχαῖοςaccidental: masc /neut gen pl -
15 τυχαίως
τυχαί̱ως, τυχαῖοςaccidental: adverbialτυχαί̱ως, τυχαῖοςaccidental: masc acc pl (doric) -
16 τύχαιον
-
17 συνοδοιπόρος
-
18 τυχαία
-
19 τυχαῖα
-
20 τυχαίαν
τυχαί̱ᾱν, τυχαῖοςaccidental: fem acc sg (attic doric aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τυχαῖος — accidental masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχαίος — α, ο / τυχαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που συμβαίνει κατά τύχην, από σύμπτωση, απρόβλεπτος, μη σκόπιμος (α. «τυχαίο γεγονός» β. «τυχαία συνάντηση» γ. «ἀκούσιον καὶ οὐκ ἐξεπίτηδες γεγονέναι τὴν ἀπάντησιν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ασήμαντος, μηδαμινός («δεν … Dictionary of Greek
τυχαίος — α, ο επίρρ. α και ως 1. που γίνεται στην τύχη και όχι σκόπιμα, απρόβλεπτος, συμπτωματικός: Τυχαία συνάντηση. 2. ο πρώτος τυχόντας, ο οποιοσδήποτε, ο άγνωστος, ο ασήμαντος, ο μηδαμινός: Δεν είναι τυχαίος γιατρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυχαῖον — τυχαῖος accidental masc acc sg τυχαῖος accidental neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχαῖα — τυχαῖος accidental neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχαία — τυχαί̱ᾱ , τυχαῖος accidental fem nom/voc/acc dual τυχαί̱ᾱ , τυχαῖος accidental fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχαίας — τυχαί̱ᾱς , τυχαῖος accidental fem acc pl τυχαί̱ᾱς , τυχαῖος accidental fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχαίων — τυχαί̱ων , τυχαῖος accidental fem gen pl τυχαί̱ων , τυχαῖος accidental masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχαίως — τυχαί̱ως , τυχαῖος accidental adverbial τυχαί̱ως , τυχαῖος accidental masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 … Dictionary of Greek
αρδαλώ — ἀρδαλῶ ( όω) (Α) 1. λερώνω 2. απλώνω ένα έμπλαστρο 3. (παθ. μτχ.) ἠρδαλωμένος βρομερός, ρυπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρδαλος «μόλυσμα», «μουρντάρης», «ευτελής, τυχαίος» < άρδα] … Dictionary of Greek