-
1 πεντά-μνουν
πεντά-μνουν, τό, fünf Minen an Gewicht, τυροῦ, Ath. IV, 184 f.
-
2 τρυφαλίς
-
3 τροφαλίς
τροφαλίς, ίδος, ἡ, das Geronnene, frisch gemachter Käse, von τρέφειν γάλα, auch τυροῦ τροφαλίς, Ar. Vesp. 8381 Antiphan. bei Ath. X, 455 f; auch τροφαλλίς geschrieben, äol. τρυφαλίς, auch τραφαλός, τραφαλίς, vgl. B. A. 65.
-
4 τροφάλιον
-
5 τηγανίτης
τηγανίτης, ὁ, ἄρτος, in der Pfanne gebackenes Brot, Hesych. ἄρτος ἔπὶ τηγάνου γεγονὼς καὶ μετὰ τυροῠ ὀπτώμενος. Vgl. Hipponax bei Ath. XIV, 645.
-
6 κάνιστρον
-
7 νάννος
νάννος, ὁ, auch νάνος geschrieben, was aber, da α lang sein muß, Ar. Pax 769 wenigstens νᾶνος lauten müßte; – 1) Zwerg, kleines Kind od. Thier, Puppe u. vgl., Schol. a. a. O. νάννοι λέγονται οἱ κολοβοὶ τῶν ἀνϑρώπων; Arist. H. A. 6, 24 braucht es auch adj. u. sagt νάννα εἰσὶ τὰ παιδία πάντα, part. anim. 4, 10. Vgl. Gell. N. A. 19, 13. – 2) ein Käsekuchen, νάνος ἄρτος πλακουντώδης διὰ τυροῦ καὶ ἐλαίοτ σκευαζόμενος, Ath. XIV, 646 b.
-
8 ἐπι-δευής
ἐπι-δευής, ές, ep. = ἐπιδεής, ermangelnd, bedürftig, τυροῠ καὶ κρειῶν Od. 4, 87; δαιτὸς ἐΐ-σης Il. 9, 225; absolut, κτήματα τά τ' ἔλδεται ὅς κ' ἐπιδευής, sc. αὐτῶν 5, 481; βίης ἐπιδευέες, schwächer, Od. 21, 185, wie εἰ δὲ τοσόνδε βίης ἐπιδευέες εἰμὲν – Ὀδυσῆος 253, vgl. H. Apoll. 338, absolut, οὐδέ τις ἡμείων δύνατο – νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ' ἐπιδευέες ἦμεν, wir waren viel zu schwach, Od. 24, 171; βιότου Hes. Th. 605; τῶν πάντων ἐπιδευέες Her. 4, 130; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 866; – λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς, an Schande u. Schimpf keinen Mangel, d. i. genug davon habend, Il. 13, 622, ἵνα μή τι δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσϑα, damit dir Nichts an deinem Rechte mangele, 19, 180.
-
9 ἐν-ερεύγω
ἐν-ερεύγω, nur im aor. ἐνήρυγον, hinein-, anrülpsen, τυροῦ κάκιστον Ar. Vesp. 913. – Med., hinein-, daraufspeien, γυίοις ἰόν Nic. Th. 185.
См. также в других словарях:
Τυροῦ — Τυρώ fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυροῦ — τυρέω pres imperat mp 2nd sg (attic) τυρέω imperf ind mp 2nd sg (attic) τῡροῦ , τυρός cheese masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τύρου — Τύρης masc gen sg (doric) Τύρος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραλία Τυρού — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυρού. Στην περιοχή της βρισκόταν η αρχαία Τυρός … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
δίδω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση αναφέρει πως υπήρξε ιδρύτρια της Καρχηδόνας, κόρη του βασιλιά της Τύρου, Βήλου ή Αγήνορος. Παντρεύτηκε τον θείο της Συχαίο, τον οποίο δολοφόνησε ο αδελφός της Πυγμαλίων για να γίνει κύριος του θησαυρού του. Η Δ.… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Αζέμιλκος — (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Τύρου. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος, μετά τη νίκη του στην Ισσό (333 π.Χ.), προχώρησε έως τη Φοινίκη και έφτασε στα τείχη της Τύρου, ζήτησε από τους Τυρίους να μπει στην πόλη για να θυσιάσει στον Ηρακλή, που είχε… … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρου, σκηνές — Ονομασία παράκτιας τοποθεσίας της Συρίας κοντά στο ακρωτήριο Ραλ Αλ Άμπιαντ (δηλαδή, Άσπρο Ακρωτήριο). Η ονομασία οφείλεται στο ομώνυμο φρούριο που υπήρχε εκεί, στον δρόμο που αποπερατώθηκε στα χρόνια του Καρακάλλα (188 217 μ.Χ.). Στα οδοιπορικά… … Dictionary of Greek
Απόλλωνος, δήμος — Νέος δήμος (2.116 κάτ.) του νομού Αρκαδίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην δήμο Τυρού και τις πρώην κοινότητες Πέρα Μελάνων και Σαπουνακαίϊκων, που καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Παραλία… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek