-
1 τυπή
τυπή, ἡ, Schlag, Hieb, übh. Verwundung; Il. 5, 887; Ap. Rh. 3, 848; Nic. Ther. 358. 785; vgl. VLL.
-
2 τυπή
τυπή, ἡ, Schlag, Hieb, übh. Verwundung -
3 χαμαι-τύπη
χαμαι-τύπη, ἡ, gemeine Hure; Timocl. bei Ath. XIII, 570 f; Plut. Ant. 9; Eust. 1921, 58.
-
4 μοιχο-τύπη
μοιχο-τύπη, ἡ, nach χαμαιτύπη gebildet, Ehebrecherinn, Hesych.
-
5 λᾱ-τύπη
λᾱ-τύπη, ἡ, der Abgang von Steinen beim Behauen, ἐκ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῖνται Strab. XVII, 808; Plut., VLL. – Nach Schol. Ar. Nubb. 260 u. Poll. 9, 104 auch = Gyps, Kalk.
-
6 βιός
βιός, ὁ, der Bogen, Schußwaffe; eigentlich Nebenform von βία, die Kraft, passende Bezeichnung für eine elastische Schußwaffe; vgl. βλαστός βλάστη, κνημός κνήμη; βόλος βολή, γόνος γονή, πλόκος πλοκή, πνόος πνοή, πόϑος ποϑή, ῥόος ῥοή, σπόρος σπορά, στόλος στολή, στρόφος στροφή, τάφος ταφή, τόμος τομή, τύπος τυπή, φϑόγγος φϑογγή, φϑόρος φϑορά, φόνος φονή, φόρος φορά, χόλος χολή, χόος χοή; ἦχος ἠχή, ὦνος ὠνή; ἄγορος ἀγορά, βίοτος βιοτή, πάταγος παταγή; διάλογος διαλογή; von βίος das Leben, welches ebenfalls Nebenform von βία ist, ward βιός der Bogen durch den Accent unterschieden; vgl. γαῠλος γαυλός; νόμος νομός νομή, τρόπος τροπός τροπή. Bei Hom. βιός der Bogen öfters; einen Unterschied zwischen βιός und τόξον kennt Hom. nicht, vgl. z. B. Iliad. 1, 45 mit vs. 49, Odyss. 21, 233 mit vs. 234. Aber τὁξον ist bei Hom. weit häufiger.
-
7 λᾱτύπη
λᾱ-τύπη, ἡ, der Abgang von Steinen beim Behauen; auch = Gips, Kalk -
8 μοιχοτύπη
μοιχο-τύπη, ἡ, Ehebrecherin -
9 χαμαιτύπη
χαμαι-τύπη, ἡ, gemeine Hure
См. также в других словарях:
τυπή — blow fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπῇ — τύπτω beat aor subj pass 3rd sg τυπάζω fut ind mid 2nd sg (doric) τυπάζω fut ind act 3rd sg (doric) τυπή blow fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπή — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυπ τού ρ. τύπτω + κατάλ. ή (πρβλ. κοπ ή)] … Dictionary of Greek
τύπη — τύπης striker masc voc sg τύπτω beat aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύπῃ — τύπης striker masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπαῖς — τυπή blow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπήν — τυπή blow fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατύπη — η (Α λατύπη) το απότριμμα τών λίθων που απομένει μετά την πελέκηση ή τη λάξευση, χαλίκι («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῑνται», Στράβ.) νεοελλ. (πετρογρ.) γωνιώδες αδρομερές τεμαχίδιο που προκύπτει από τη θραύση τών… … Dictionary of Greek
μοιχοτύπη — μοιχοτύπη, ἡ (Α) μοιχαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + τύπη (άλλος τ. τού τύπος < τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα τύπη, χαμαι τύπη] … Dictionary of Greek
χαμαιτύπη — ἡ, ΜΑ πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + τύπη, άλλος τ. τού τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα τύπη] … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek