-
1 μοιχο-τύπη
μοιχο-τύπη, ἡ, nach χαμαιτύπη gebildet, Ehebrecherinn, Hesych.
-
2 μοιχοτύπη
μοιχο-τύπη, ἡ, Ehebrecherin
См. также в других словарях:
λατύπη — η (Α λατύπη) το απότριμμα τών λίθων που απομένει μετά την πελέκηση ή τη λάξευση, χαλίκι («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῑνται», Στράβ.) νεοελλ. (πετρογρ.) γωνιώδες αδρομερές τεμαχίδιο που προκύπτει από τη θραύση τών… … Dictionary of Greek