-
1 τυννοῦτος
τυννοῦτος, ον, att. τυννουτοσί, τυννουτονί, von dem Vorigen gebildet, wie τηλικοῦτος von τηλίκος, so klein, so wenig, tantillus, Ar. Ach. 345 Equ. 1216 Nubb. 868.
-
2 τυννουτος
-
3 τυννοῦτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυννοῦτος
-
4 τυννοῦτος
τυννοῦτος, ον, wie τηλικοῦτος von τηλίκος, so klein, so wenig, tantillus -
5 τυννουτοσί
τυννοῦτοςso small: masc nom sg -
6 τυννουτοί
τυννοῦτοςso small: masc gen sg -
7 τυννουτοσι
-
8 τυννούτο
-
9 τυννοῦτο
-
10 τυννούτον
-
11 τυννοῦτον
См. также в других словарях:
τυννούτος — ον και ο, Α (επιτ. τ.) τόσο μικρός, τόσο λίγος, τοσούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυννός «μικρός», κατά το τηλικ οῦτος] … Dictionary of Greek
τυννουτοσί — τυννοῦτος so small masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυννουτοί — τυννοῦτος so small masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυννοῦτο — τυννοῦτος so small neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυννοῦτον — τυννοῦτος so small masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)