-
1 τυννοῦτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυννοῦτος
-
2 τυννουτοσί
τυννοῦτοςso small: masc nom sg -
3 τυννουτοί
τυννοῦτοςso small: masc gen sg -
4 τυννούτο
-
5 τυννοῦτο
-
6 τυννούτον
-
7 τυννοῦτον
См. также в других словарях:
τυννούτος — ον και ο, Α (επιτ. τ.) τόσο μικρός, τόσο λίγος, τοσούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυννός «μικρός», κατά το τηλικ οῦτος] … Dictionary of Greek
τυννουτοσί — τυννοῦτος so small masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυννουτοί — τυννοῦτος so small masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυννοῦτο — τυννοῦτος so small neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυννοῦτον — τυννοῦτος so small masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)