-
1 τυμπάνων
τύμπανονkettledrum: neut gen plτύμπανοςmasc gen pl -
2 τύπανον
1 tambourine σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων (Bury: τυμπάνων Π, κυμβάλων Strabo) Δ. 2. 9. -
3 κτύπημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτύπημα
-
4 τύμπανον
A kettledrum, such as was used esp. in the worship of the Mother Goddess and Dionysus, Hdt.4.76, E.HF 892; τυμπάνων ἀλαλαγμοί, ἀράγματα, Id.Cyc.65 (lyr.), 205; τύμπανα, Ῥέας τε μητρὸς ἐμά θ' εὑρήματα, says Dionysus, Id.Ba.59, cf. 156 (lyr.), IG42(1).131.9, 10 (Epid.); in Corybantic rites, Ar.V. 119; τ. ἀράσσειν, ῥήσσειν, AP6.217 (Simon.), 7.485 (Diosc.);καταυλήσει χρῆται καὶ τυμπάνοις Sor.2.29
.2 metaph., τύμπανον φυσᾶν, of inflated eloquence, AP13.21 (Theodorid.).II name of some instrument of torture of execution, Ar. Pl. 476 (ξύλα ἐφ' οἷς [ἐν οἷς Suid.
] ἐτυμπάνιζον· ἐχρῶντο γὰρ ταύτῃ τῇ τιμωρίᾳ· ἢ βάκλα, παρὰ τὸ τύπτειν Sch.);τινῶν μὲν εἰς δεσμωτήριον, τινῶν δὲ ἐπὶ τύμπανον ἀπαγομένων S.E.M.2.30
; ;ἐπὶ τὸ τ. προσῆγε LXX 2 Ma.6.19
, cf.28; cf. τύπανον.2 = tumix, sirimpio (dub. sens.), Gloss.III in a machine, drum, Hero Bel.86, cf. Orib. 49.4.43; in Verg.G.2.444, tympana are wagon-wheels made of a solid piece of wood, rollers; similarly perh. in PLond.1821.204, possibly of the wheel of an irrigating machine: cf. τυμπάνιον.IV Archit., the sunken triangular space enclosed by the cornice of the pediment, Lat. tympanum fastigii, Vitr.4.7.5; the square panel of a door, Id.4.6.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύμπανον
-
5 ἀλαλαγμός
ἀλᾰλ-αγμός, ὁ,A = ἀλαλαγή, Hdt.8.37, Plu.2.564b, Arr.An.5.10.4, Onos.29.1.II generally, loud noise, τυμπάνων, αὐλοῦ, E.Cyc.65, Hel. 1352 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλαλαγμός
-
6 ἄραγμα
-
7 ἐνάραξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνάραξις
-
8 Ἴακχος
Ἴακχος, ὁ, Iacchos, mystic name of Dionysus, S.Fr. 959, Trag.Adesp.140 (lyr.), Ar.Ra. 398, Paus.1.2.4, etc.; ἡ Ἐλευσῖνι τοῦ Ἰαάκχου (sic)Aὑποδοχή IG22.847.21
; τὸν Ἴακχον ἐξελαύνειν lead forth a Bacchic procession, Plu.Alc.34;τὸν Ἴ. προπέμψαι IG22.1028.10
.2 song in his honour, ὁ μυστικὸς ἴ. Hdt.8.65, cf. Athenio ap.Posidon.36 J., Anon. ap. Suid.; ᾄδειν τὸν Ἴ. Hsch. s.v. Διαγόρας: as Adj.,ἴακχος ᾠδά E.Cyc.69
(lyr.).2 in pl., Epigr.Gr. 985 ([place name] Philae): generally, chorus, νεκρῶν ἴ. E.Tr. 1230; τυμπάνων ἴ. dub. in Id.Fr.586.4L (lyr.).II used by the tyrant Dionysius for χοῖρος, Athanis 1 ( = Dionys.Trag.12).
См. также в других словарях:
τυμπάνων — τύμπανον kettledrum neut gen pl τύμπανος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
CONHA Margaritaria — non unius generis est. Pinnae, pectines et myaces, diversae certe concharum species, in quibus margaritum gigni Veteres prodidêre. Nec hodiernô tempore una concha lapidem hunc generat. Omnium praestantissimae ad gignendas margaritas habentur… … Hofmann J. Lexicon universale
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κτύπημα — και χτύπημα, το (AM κτύπημα) [κτυπώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κτυπώ, ήχος, κτύπος, κρότος, θόρυβος που προέρχεται από πλήγμα, κρούση, σύγκρουση κ.λπ. (α. «το κτύπημα τής καμπάνας τόν ξύπνησε» β. «κτύπημα τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
μαγωδός — μαγῳδός, ὁ (Α) κωμικός ηθοποιός, μίμος που φορούσε γυναικεία ρούχα και υποδυόταν άσεμνους τύπους με τη συνοδεία κυμβάλων και τυμπάνων κατά τη μαγῳδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαγ(αδ) ῳδός (με απλολογία, πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς) > μάγαδις*… … Dictionary of Greek