-
1 τσακίζω
1. μετ.1) ломать; разбивать;τσακίζω τό γυαλί — разбить стекло;
2) складывать, сгибать;3) сломить, согнуть (кого-л.); με τσάκισαν οι αρρώστιες меня сломила болезнь; 4) бить, лупить (разг);θα σε τσακίσω στο ξύλο — я тебе задам трёпку;
5) раздавить, разгромить (врага);2. αμετ. 1) спадать, уменьшаться; идти на убыль; утихать; ο αέρας τσάκισε ветер стих; τό κρύο τσάκισε мороз ослабел; 2) перен. быть сломленным, согнуться; τσάκισε από τα γηρατειά старость его согнула; 3) перен. сокрушаться; τσάκισε η καρδιά μου я был очень огорчён;1) — ушибаться, разбиваться;τσακίζομαι
2) ломаться, кривляться;3) перен. стараться изо всех сил, расшибаться в лепёшку, лезть из кожи вон -
2 τσακίζω
[цакизо] ρ (μτβ) ломать, разламывать, разбивать, бить, лупить, (αμτβ) чувствовать себя разбитым. -
3 κατακέφαλα
επίρρ.1) прямо в голову, точно в голову; 2) вниз головой;πέφτω κατακέφαλα — падать головой вниз;
3) наголову;τσακίζω κατακέφαλα — разбить наголову (врага)
-
4 ξύλο(ν)
τό1) дерево, лес (материал); 2) деревяшка; палка; деревянный брус(ок); 3) πλ. дрова; 4) πλ. рога (животных);§ τό ξύλον της γνώσεως — древо познания;
δίνω ξύλο — избивать;
τρώγω ξύλο — быть избитым; — отведать берёзовой каши (разг);
σκοτώνω ( — или σπάζω, τσακίζω) κάποιον στο ξύλο — избивать кого-л. до полусмерти
-
5 ξύλο(ν)
τό1) дерево, лес (материал); 2) деревяшка; палка; деревянный брус(ок); 3) πλ. дрова; 4) πλ. рога (животных);§ τό ξύλον της γνώσεως — древо познания;
δίνω ξύλο — избивать;
τρώγω ξύλο — быть избитым; — отведать берёзовой каши (разг);
σκοτώνω ( — или σπάζω, τσακίζω) κάποιον στο ξύλο — избивать кого-л. до полусмерти
-
6 τσακάω
см. τσακίζω -
7 χέρι
τό1) рука;δεξιό (αριστερό) χέρι — правая (левая) руке;
σφίγγω το χέρι — пожимать руку;
κουνώ τα χέρια — махать руками;
δίνω (προτείνω) το χέρι μου — подавать (протягивать) руку (для рукопожатия);
κρατώ από το χέρι — вести за руку;
αγγίζω με τα χέρια — трогать руками;
έχω στο χέρι — держать в руках;
παίρνω στα χέρια — брать на руки;
δίνω στα χέρια — выдавать на руки;
στα ίδια μου τα χέρια — в собственные руки;
μου έρχεται καλά στο χέρι — быть по руке, приходиться впору (о перчатках);
στο δεξί (αριστερό) χέρι — по правую (левую) руку;
2) ручка, рукоятка;§ εργατικά χέρια — рабочие руки;
βάζω χέρι σε κάτι — а) дотрагиваться до чего-л.;
хватать что-л.; лапать что-л, (прост.); б) наложить лапу на что-л., добраться до чего-л.;βάζω ( — или δίνω) *ίνα χέρι — помогать, оказывать помощь;
βάζω κάποιον στο χέρι — выуживать у кого-л. деньги;
βαστάω κάποιον γερά στα χέρια μου — держать кого-л. в своих руках;
τον έχω στο χέρι — он в моих руках;
είναι ( — или τον έχω) τού χέριού μου — а) он меня послушает; — б) он в моих руках, он в моей власти;
κάνω κάποιον τού χέριου μου — прибрать кого-л. к рукам, взять кого-л. в руки;
δεν είναι στο χέρι μου (σου...) — это не в моих (твоих...) силах;
στο χέρι μου είναι να... — я могу, от меня зависит, в моей власти...;
πέφτω στα χέρια κάποιου — попадать в чьй-л. руки;
βρίσκομαι σε καλά χέρια — быть, находиться в хороших руках;
παραδίδω κάποιον στα χέρια της δικαιοσύνης — передавать кого-л. в руки правосудия;
δένω τα χέρια κάποιου — связать кого-л. по рукам;
τσακίζω τα χέρια — давать по рукам;
περνώ από χέρι σε χέρι — а) ходить по рукам; — б) переходить из рук в руки;
πεθαίνω στα χέρια κάποιου — умереть на руках у кого-л.;
δίνω χέρι — ударить по рукам (согласиться);
τό χέρι σου! — по рукам!, согласен!;
ερχομαι στα χέρια — вступать в драку;
τραβώ χέρι — удаляться, ретироваться;
κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια — сидеть сложа руки;
έχω σφιχτό χέρι — быть скупым, жадным;
λερώνω τα χέρια — марать руки;
πλένω τα χέρια μου — умывать руки;
σηκώνω χέρι επάνω σε κάποιον — поднимать на кого-л. руку;
μη σηκώνεις χέρι! — рукам волю не давай!;
μην απλώνεις χέρι σε... — не смей поднимать руку на...;
μου κόβεις τα χέρια — или μου κόβουνται τα χέριά — я как без рук (без κοεο- — чего-л.);
τον έχω δεξί χέρι — или είναι το δεξί μου χέρι — он моя правая рука;
έχει κι' αυτός το χέρι του μέσα — и он руку приложил к этому;
χέρι με χέρι — или------ а) из рук в руки;
б) рука об руку;πηγαίνουμε------идти рука об руку; е) быстро;με τόχέρι στην καρδιά — положа руку на сердце;
εναχέρι — один раз;
δυό (τρία) χέρια — два (три) раза;
τό πέρασα τρία χέρια — я это покрасил трижды;
τό πέρασα ακόμη ένα χέρι — я это просмотрел ещё раз;
από πρώτο (από δεύτερο) χέρι — из первых (из вторых) рук;
από χέρι σε χέρι — с рук на руки, из рук в руки;
με τα χέρια μου — своими руками;
πάνω ( — или ψηλά) τα χέρια! — руки вверх!;
κάτω τα -α! руки прочь!;να σού κοπούν τα χέρια! — чтоб у тебя руки отсохли!;
τό 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυό το πρόσωπο — посл, рука руку моет
См. также в других словарях:
τσακίζω — και τσακάω τσάκισα, τσακίστηκα, τσακισμένος 1. μτβ., συντρίβω, σπάζω: Τσάκισε τα ξύλα. 2. συμπτύσσω, διπλώνω: Τσακίζω το χαρτί στα τέσσερα. 3. μτφ., εξασθενώ, εξαντλώ, καταβάλλω: Τον τσάκισαν οι στενοχώριες. 4. αμτβ., εξαντλούμαι καταβάλλομαι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσακίζω — τσακίζω, τσάκισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… … Dictionary of Greek
θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… … Dictionary of Greek
θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… … Dictionary of Greek
κατατσακίζω — (Μ κατατσακίζω) (επιτ. τ. τού τσακίζω) 1. τσακίζω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, καταθρυμματίζω, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω 2. μτφ. κατακουράζω, καταπονώ, καταβασανίζω («τόν κατατσάκισε η δουλειά») 3. κατανικώ, κατατροπώνω μσν. 1. αθετώ,… … Dictionary of Greek
τσάκισμα — το, Ν [τσακίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσακίζω 2. πτυχή, δίπλα, τσάκιση («τό τσάκισμα τού παντελονιού») 3. καταπόνηση, κατάπτωση 4. (για ψύχος ή άνεμο) μετριασμός ή κατάπαυση 5. επωδός ή μελωδική παρεμβολή σε τραγούδι, αλλ. γύρισμα 6 … Dictionary of Greek
αποθραύω — ἀποθραύω (Α) 1. κόβω, τσακίζω (συνήθως κάτι που προεξέχει) 2. ( ομαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι από κάτι 3. φρ. «ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας» χάνω την υπόληψη μου … Dictionary of Greek
αποκαυλίζω — ἀποκαυλίζω (Α) [καυλός] 1. αποκόπτω τον βλαστό, το στέλεχος φυτού 2. κόβω κάτι που προεξέχει 3. τσακίζω, θρυμματίζω … Dictionary of Greek
αποκείρω — ἀποκείρω (AM) [κείρω] 1. κουρεύω 2. εκκλ. κουρεύω δόκιμο μοναχό κατά την περιβολή του μοναχικού σχήματος αρχ. 1. κόβω τελείως, κατακόπτω 2. καταστρέφω, τσακίζω … Dictionary of Greek
αποκλάω — (I) ἀποκλάω αττ. (Α) βλ. αποκλαίω. (II) ἀποκλάω (Α) σπάω, τσακίζω … Dictionary of Greek