-
1 разбиться
τσακίζομαι, τραυματίζομαιразби́тьсяся на́смерть — χτυπώ θανάσιμα
-
2 преломить
млю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преломленный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. παλ. θραύω, σπάζω, τσακίζω.2. (φυσ.) διαθλώ.3. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω. || παρανοώ.1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι.2. (φυσ.) διαθλώμαι.3. μτφ. αδυνατίζω, εξαντλούμαι, τσακίζομαι, κόβομαι, καταβάλλομαι.4. μτφ. παλ. αλλάζω απότομα, κάνω απότομη στροφή σπάζω•зима -лась ο χειμώνας έσπασε•
5. μτφ. παίρνω, αποκτώ άλλη έννοια, νόημα. -
3 ломать
-
4 ломаться
σπάνω, τσακίζομαι -
5 разбить
разбить 1) τσακίζω, σπάνω 2) лерен. συντρίβω; νικώ (победить) \разбиться τσακίζομαι, τραυματίζομαι· \разбиться насмерть χτυπώ θανάσιμα* * *1) τσακίζω, σπάνω2) перен. συντρίβω; νικώ ( победить) -
6 изводиться
изводи́||тьсяἐξαντλοῦμαι, ἀποκάμνω, τσακίζομαι. -
7 изматываться
изматывать||сяразг ἐξαντλοδμαι, κατα-πονοῦμαι, τσακίζομαι. -
8 искалечиваться
искалечивать||ся(изуродоваться) разг τσακίζομαι. -
9 ломаться
ломать||ся1. σπάνω (ἄμετ.), τσακίζομαι, θραύομαι·2. (о голосе) τραχώνομαι, χοντραίνω·3. (жеманиться) разг κάνω καμώματα, κάνω σκέρτσα -
10 надламываться
надламывать||сяσπάζω (άμετ.), τσακίζομαι. -
11 надрываться
надрыв||аться1. σχίζομαι, μισοσχί-ζομαι·2. (переутомляться) κοψομεσιάζομαι, τσακίζομαι, κόβομαι· ◊ \надрыватьсяаться от смеха ξεκαρδίζομαι στά γέλια· сердце \надрыватьсяается ματώνει ἡ καρδιά μου, ραγίζει ἡ καρδιά μου. -
12 обламывать
обламыватьнесов σπάζω, τσακίζω, θραύω:\обламывать сучья σπάζω τά κλωνάρια \обламываться σπάζομαι, τσακίζομαι. -
13 переусердствовать
переусердствоватьсов κόβομαι, τσακίζομαι, δείχνω ὑπερβολικό ζήλο. -
14 разбиваться
разбивать||ся1. (о вещи) σπάζω (άμετ.), συντρίβομαι, θρυμματίζομαι·2. (о человеке) τραυματίζομαι, τσακίζω, τσακίζομαι; \разбиватьсяся насмерть σκοτώνομαι·3. (на группы и т. п.) διαιρούμαι, χωρίζομαι·4. (о волнах) σπάζω, συντρίβομαι. -
15 расшататься
расшатать||ся1. прям., перен κλονίζομαι, ξεχαρβαλώνομαι·2. (о здоровье, нервах) κλονίζομαι, τσακίζομαι. -
16 расшибаться
расшибать||сяμωλωπίζομαι, χτυπώ (ά^ετ.)-◊ \расшибатьсяся в лепешку разг τσακίζομαι, γίνομαι κομμάτια. -
17 убиться
убить||сясов1. (насмерть) σκοτώνομαι·2. (ушибиться) разг τσακίζομαι. -
18 шея
шеяж ὁ λαιμός, ὁ τράχηλος/ ὁ αὐχήν, ὁ σβέρκος (сзади)· ◊ бросаться (вешаться) на шею кому́-л. σφιχταγκαλιάζω κάποιον· выгнать (вытолкать) кого́-л. в шею πετώ κάποιον ἔξω· сидеть на шее у кого́-л. κάθομαι στον σβέρκο κάποιου· получить по шее груб. τρώγω ξύλο, τις τρώγω· дать по шее груб. τίς βρέχω κάποιου· сломать себе шею τσακίζομαι, σπάνω τόν σβέρκο μου. -
19 надломиться
[ναντλαμίτ'σα] ρ. τσακίζομαι -
20 обламываться
[αμπλάμυβατ'σα] ρ. σπάζομαι, τσακίζομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τσακίζομαι — τσακίζομαι, τσακίστηκα, τσακισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γκρεμοτσακίζω — 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι από ψηλό μέρος και τό καταστρέφω 2. μέσ. πέφτω από ψηλό μέρος και τσακίζομαι 3. ταλαιπωρούμαι 4. (μτχ.) γκρεμοτσακισμένος πολυβασανισμένος 5. (προστ.) γκρεμοτσακίσου φύγε από μπροστά μου (πρβλ. γκρεμίσου) … Dictionary of Greek
εκκλάω — ἐκκλάω (Α) 1. αποκόπτω 2. τσακίζομαι, εξασθενώ … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… … Dictionary of Greek
συγκλώ — άω, Α 1. λυγίζω, τσακίζω («κλήμαθ ὑπόθου συγκλάσασα τέτταρα», Αριστοφ.) 2. (για αδαή γλύπτη) σπάζω εντελώς, συντρίβω 3. παθ. συγκλῶμαι, άομαι α) (για γραμμές) είμαι τεθλασμένος β) (μτφ. και για ανθρώπους που έχουν δουλικές ενασχολήσεις)… … Dictionary of Greek
συρρήγνυμι — και συρρηγνύω ΜΑ [ῥήγνυμι / ῥηγνύω] 1. σπάζω κάτι με βίαιη σύγκρουση, συντρίβω («καὶ πρός τι τῶν βάθρων δρόμῳ φερόμενος συνέρρηξε τὴν κεφαλὴν ὡς ἀποθανούμενος», Πλούτ.) 2. παθ. συρρήγνυμαι και συρρηγνυομαι αρχίζω τη μάχη, συμπλέκομαι… … Dictionary of Greek
τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… … Dictionary of Greek
καραβοτσακίζομαι — καραβοτσακίστηκα, καραβοτσακισμένος, ρίχνομαι από τα κύματα στους βράχους και τσακίζομαι, καταστρέφομαι: Βγήκαμε στη στεριά καραβοτσακισμένοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κούνια — η 1. το λίκνο, το κρεβατάκι του βρέφους: Είναι κατεργάρης από κούνια. 2. τραμπάλα, κάθε συσκευή κατάλληλη για ταλάντευση: Κούνια, κουνιαρίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραμπαλίζομαι — τραμπαλίστηκα, κουνιέμαι στην τραμπάλα (βλ. λ.): Τράμπα, τραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι (λαϊκός στίχος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)