-
1 τρυσιβιος
См. также в других словарях:
τρυσίβιος — ον, Α αυτός που κάνει τη ζωή κουραστική και δύσκολη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + βιος (< βίος), πρβλ. σωσί βιος] … Dictionary of Greek
1 τρυσιβιος
τρυσίβιος — ον, Α αυτός που κάνει τη ζωή κουραστική και δύσκολη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + βιος (< βίος), πρβλ. σωσί βιος] … Dictionary of Greek