-
1 τρυσιβιος
См. также в других словарях:
τρυσίβιος — τρῡσίβιος , τρυσίβιος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυσίβιος — ον, Α αυτός που κάνει τη ζωή κουραστική και δύσκολη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + βιος (< βίος), πρβλ. σωσί βιος] … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
τρυσιβίου — τρῡσιβίου , τρυσίβιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυσιβίους — τρῡσιβίους , τρυσίβιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)