-
1 τρυπάω
A bore, pierce through, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (opt.) δόρυ νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (cf. τρυπανία) Od.9.384, cf. Hp.VC18, Pl.Cra. 387e; ἐτρύπησεν τῷ ποδὶ τὴν βελόνην (of a very thin man) AP11.102 (Ammian. or Nicarch.), 308 (Lucill.); with double acc.,πόνος με τὸν πόδα τ.
is stabbing into,Luc.
Ocyp. 169; cf. ἁλία (B):—[voice] Pass., τετρυπήσθω τὸ τρῆμα let the hole be bored, Hp.Steril.222; δι' ὠτὸς.. τρυπωμένου through well-bored ear, i. e. open to hear, S.Fr. 858 (codd.Plu., but ῥυπωμένου is prob. cj.); τὰ ὦτα τετρυπημένος having one's ears pierced for ear-rings, X.An. 3.1.31; ψῆφος τετρυπημένη the pebble of condemnation which had a hole in it, opp. πλήρης, Aeschin.1.79, Arist.Ath.68.2, 69.1;ἐτετρύπητο ἄλλη ἔξοδος Luc.Alex.16
.2 sens. obsc., Theoc.5.42, APl.4.243 (Antist.). -
2 τρύπη
-
3 τρύπημα
A that which is bored, a hole, Eup.354; in the ψῆφος, Arist.Ath.69.1; τ. νεώς, i. e. one of the holes through which the oars worked, Ar. Pax 1234; in the flute, Archyt. 1, Plu.2.389d; in a gate-fastening, the hole for the βάλανος, Aen. Tact. 18.3; ῥαφίδος (cf. τρυμαλιά) Ev.Matt.19.24;μυρμήκων AP11.78
(Lucill.); sens. obsc., Ar.Ec. 624, Hermog. Id.2.3, Procop.Arc.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρύπημα
-
4 τρυπημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυπημάτιον
-
5 τρύπησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρύπησις
-
6 τρυπητέον
A one must bore, Paul.Aeg.6.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυπητέον
-
7 τρυπητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυπητήρ
-
8 τρυπητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυπητής
-
9 τρυπητός
A pierced, Arist.Ath.69.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυπητός
См. также в других словарях:
τρυπ(ι)οχέρης, -α, -ικο — που κάνει υπερβολικά έξοδα, σπάταλος: Δεν του μένουν χρήματα, είναι τρυπιοχέρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθάνιον — ἠθάνιον, το (Α) (κατά τον Ησύχ. «ἠθήνιον ἠθάνιον») υποκορ. τού ηθμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηθ (τού ηθ μός) + άνιον, πιθ. αναλογικώς προς τα τρυπ άν ιον, βοτ άν ιον] … Dictionary of Greek
λάσανον — λάσανον, τὸ (Α) 1. (πολύ συχνά στον πληθ.) τὰ λάσανα τρίπολη σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούσαν τη χύτρα 2. (στον εν.) έδρα για αποπάτηση, καθοίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
σκαπάνη — η, ΝΜΑ εργαλείο κατάλληλο για το σκάψιμο τής γης, τσάπα, αξίνα («τὴν γῆν ἐργάζεσθαι καὶ τοῑς ἀρότροις καὶ τῇ σκαπάνῃ», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. γενική ονομασία ομάδας γεωργικών και χωματουργικών εργαλείων που αποτελούνται από επίμηκες σιδήριο με οπή… … Dictionary of Greek
τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου … Dictionary of Greek
φρύγανο — το / φρύγανον, ΝΜΑ συν. στον πληθ. τα φρύγανα α) ξερά κλαδιά ή ξεροί μικροί θάμνοι, κατάλληλα για το άναμμα φωτιάς (α. «μάζεψε μια αγκαλιά φρύγανα» β. «φρύγανα συλλέγοντες ὡς ἐπὶ πῡρ», Ξεν.) β) (βιογεωγρ.) περιληπτική ονομασία πολύ ξηρόμορφων… … Dictionary of Greek
φώγανον — τὸ, Α σκεύος για ψήσιμο κριθαριού, φρύγετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώγω + επίθημα ανον (πρβλ. τρύπ ανον, φρύγ ανον)] … Dictionary of Greek