-
1 τριακοντάσχοινος
τρῐᾱκοντά-σχοινος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακοντάσχοινος
-
2 τριακονταστάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακονταστάδιος
См. также в других словарях:
τριακοντάσχοινος — ον, Α 1. αυτός που έχει μήκος τριάντα σχοίνων 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Τριακοντάσχοινος τόπος κοντά στον Νείλο, το βορειότατο μέρος τής Αιθιοπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + σχοῖνος (πρβλ. πεντά σχοινος)] … Dictionary of Greek