-
21 τραχυτάτην
τραχύςjagged: fem acc sg (attic epic ionic) -
22 τραχυτάτης
τραχύςjagged: fem gen sg (attic epic ionic) -
23 τραχυτάτοις
τραχύςjagged: masc /neut dat pl -
24 τραχυτέροις
τραχύςjagged: masc /neut dat pl -
25 τραχυτάτου
τραχύςjagged: masc /neut gen sg -
26 τραχυτέρου
τραχύςjagged: masc /neut gen sg -
27 τραχυτάτους
τραχύςjagged: masc acc pl -
28 τραχυτέρους
τραχύςjagged: masc acc pl -
29 τραχυτέροισι
τραχύςjagged: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
30 τραχύτατα
τραχύςjagged: neut nom /voc /acc pl -
31 τραχύτερα
τραχύςjagged: neut nom /voc /acc pl -
32 τρηχύτατα
τραχύςjagged: neut nom /voc /acc pl -
33 τραχύταται
τραχύςjagged: fem nom /voc pl -
34 τραχύτεραι
τραχύςjagged: fem nom /voc pl -
35 τραχύτατοι
τραχύςjagged: masc nom /voc pl -
36 τραχύτεροι
τραχύςjagged: masc nom /voc pl -
37 τραχύτατος
τραχύςjagged: masc nom sg -
38 τραχύτερος
τραχύςjagged: masc nom sg -
39 τρηχείαις
τραχύςjagged: fem dat pl (epic ionic) -
40 τρηχέαν
τραχύςjagged: fem acc sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek
τραχύς — τρᾱχύς , τραχύς jagged masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχύς, -ιά, -ύ — επίρρ. ιά 1. ανώμαλος στην αφή, όχι λείος, ζαρωμένος: Τραχύ δέρμα. 2. σκληρός, δύσκαμπτος: Τραχύ κρέας. 3. μτφ., απότομος, βάναυσος, αγροίκος: Τραχιά συμπεριφορά. 4. κοπιαστικός, δύσκολος, ζόρικος: Τραχύ έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρηχέα — τραχύς jagged neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τρηχέᾱ , τραχύς jagged fem nom/voc/acc dual (epic ionic) τραχύς jagged fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηχέων — τραχύς jagged masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) τρηχέω̆ν , τραχύς jagged masc/neut gen pl (epic ionic) τρηχέω̆ν , τραχύς jagged fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχυτάτων — τραχύς jagged fem gen pl τραχύς jagged masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχυτάτως — τραχύς jagged adverbial τραχύς jagged masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχυτέρων — τραχύς jagged fem gen pl τραχύς jagged masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχυτέρως — τραχύς jagged adverbial τραχύς jagged masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχύτατον — τραχύς jagged masc acc sg τραχύς jagged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχύτερον — τραχύς jagged masc acc sg τραχύς jagged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)