-
1 τραγορίγανον
τρᾰγ-ορίγᾰνον, Ps.-Dsc.3.30, Cels.3.21.7, Plin.HN20.176:—[full] τρᾰγορῑγᾰνίτης [pron. full] [ῑτ] οἶνος wineA flavoured therewith, Dsc.5.45.IIτ. πλατύφυλλος
organy, Origanum heracleoticum,Id.
3.30, Plin. HN20.177.2τ. λεπτόφυλλος
rock savory, Micromeria Juliana,Dsc.
l. c., Plin. l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγορίγανον
См. также в других словарях:
τραγοριγανίτης — ο, ΝΑ (για κρασί) παρασκευασμένος με άρωμα τραγοριγάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγορίγανος + κατάλ. ίτης* (πρβλ. μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek