-
1 τρώω
A = τιτρώσκω (q.v.). [full] τσανγάριος, v. τζαγκάριος. -
2 τρώω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τρώω
-
3 τρώω
eatΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τρώω
-
4 τιτρώσκω
τιτρώσκω, Hp.VC11 ([voice] Act. and [voice] Pass.), Pl.Phlb. 13c, X.Cyr.5.4.5; [dialect] Ep. [tense] pres. [full] τρώω (v. infr. 3); [tense] fut.Aτρώσω Thgn.1287
, Hp.Mul.2.133, E.Cyc. 422, ([etym.] κατα) X.HG2.4.15: [tense] aor.ἔτρωσα Il.23.341
, Pi.N.10.60, Antipho 3.2.4; Cret. [tense] aor. subj. τρωώσῃ, part. τρωωσάντων, Historia 5.219,220 ([place name] Gortyn): [tense] pf.τέτρωκα Ach.Tat.2.22
: [tense] plpf.ἐτετρώκει Philostr. Her.2.18
:—[voice] Pass., [tense] fut.τρωθήσομαι Pl.Cri. 51b
; also in med. formτρώσομαι Il.12.66
: [tense] aor.ἐτρώθην Hp.VC11
, E.Andr. 616: 3 [tense] fut.τετρώσομαι Luc.Nav.37
: [tense] pf. [voice] Pass.τέτρωμαι Hdt.8.18
, Pi.P.3.48, etc.:— wound, Il.23.341, Od.16.293, etc.;χαλκῷ μέλη τετρωμένοι Pi.P.3.48
;θνῄσκοντας ἢ τετρωμένους A.Th. 242
(for Ag. 868, v. τετραίνω); τὸ ἀκόντιον.. ἔτρωσεν αὐτόν Antipho 3.2.4
; τιτρώσκεται τὸν μηρόν is wounded in the thigh, Hdt.6.5;εἰς τὴν γαστέρα X.An.2.5.33
: c. acc. cogn., τρῶσαι φόνον inflict a death- wound, E.Supp. 1205; τετρωμένους καιρίους (v.l. -ίας) .2 generally, damage, injure, τινα Hecat.30 J.; τ. πολλὰς [τῶν νεῶν] Th.4.14;αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι Hdt.8.18
; τ. ᾠόν break it, Arist.HA 562b20.3 metaph., of wine, do one a mischief,οἶνός σε τρώει μελιηδής, ὅς τε καὶ ἄλλους βλάπτει Od.21.293
;τρώσει νιν οἶνος E.Cyc. 422
; so of love,ἐπεί μ' ἔρως ἔτρωσεν Id.Hipp. 392
; οἱ καλοὶ τ. X.Mem.1.3.13; of a person, τρώσασαν ἡμᾶς having injured us, E.Hipp. 703;τὰ παραδείγματα ἡμᾶς οὐδὲν τιτρώσκει Pl.Phlb. 13c
;διχοστασίη τρώει γένος Call.Dian. 133
:— [voice] Pass.,τετρωμένος τὴν ψυχήν D.S.17.112
.4 = συνουσιάζω, A.Fr. 44; cf. τρώζω.5 γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην ( τρωσκ- cod. θ ) in childbirth or miscarriage, Hp.Morb.1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιτρώσκω
-
5 τρωσμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρωσμός
-
6 τρῶσις
-
7 τιτρώσκω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τιτρώσκω
-
8 πρί̄ω
πρί̄ωGrammatical information: v.Meaning: `to saw', medic. `to trephine', ὀδόντας πρίειν `to gnash one's teeth', ( ὀδὰξ) πρίειν `to bite(with one's teeth), to grasp', pass. metaph. `to experience a biting pain'.Other forms: rarely a. late - ίζω, aor. πρῖσαι, pass. πρισθῆναι, perf. midd. πέπρισμαι (all IA.), act. πέπρικα (D. S.).Dialectal forms: Myc. piri(je)te(re) ? Aura Jorro 2, 124.Derivatives: 1. πρίων, - ονος m. `saw' (IA.) with πριόν-ιον n. (Ph. Bel.), - ῖτις f. plantname (Aret. a.o.; Redard 76), - ωτός (Ar., Arist.), - ώδης (Thphr.) `saw-shaped, jagged'. 2. πρῖσμα ( παρά-, ἔκ- πρί̄ω) n. `anything sawn, sawdust' (Hp., Thphr.), `trilateral column, prism' (Euc.) with - μάτιον (Procl.); πρισμοῖς ταῖς βιαίοις κατοχαῖς H. 3. πρῖσις ( ἀνά-, ἔκ-, ἀπό- πρί̄ω) f. `the sawing' (Hp., Arist.). 4. πρίστης m. `sawer, saw' (Att. a. hell. inscr. a. pap., Poll.) with f. πρῖστις `saw-fish' (Epich., Arist.; Strömberg Fischn. 44), also instrument (Att. a. Epid. inscr.) etc. 5. πριστήρ m. `saw, sawer' (LXX). 6. πριστός `sawn' (Od.; Amman Μνήμ. χάρ. 16); εὔ-, δύσ-πριστος (Thphr.) a.o. 7. πριστικός `belonging to sawing' (Hero). -- Besides some with ω enlarged forms: πε-πριω-μένος, ἀ-, δια-πρίω-τος (Hp.), ( δια-)πρίω-σις f. (Delph., Epid.), πριώμασι πρίσμασι H., with fut. πριωσεῖ and sub. pres. πριῳ̃ (Tab. Heracl.), from *πριώω ? (Schwyzer 729 a. 738 n. 6 w. lit.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Like the in a certain sense related χρί̄ω `rub (in)' πρί̄ω firt in a regularly built system. Like Lat. trī-vī, trī-tum, τρί̄-βω `rub (down)' stands beside terō, τείρω `rub (open)' and scī-vī, scī-tum `decide' beside secō `cut', πρί̄ω belongs to πείρω `pierce' (cf. Persson Beitr. 2, 738). Further analysis is impossible; the comparison with Alb. prish `spoil, break, destroy' (G. Meyer Alb. Wb. 353) remains quite uncertain. Strong dobts regarding the here given interpretation in WP. 2, 89, where for πρίω rather onomatop. origin is assumed. -- The ω-forms ared prob. due to cross: after τετρωμένος, ἄτρωτος, τρώω, τρῶμα?Page in Frisk: 2,596Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρί̄ω
См. также в других словарях:
τρώω — (σπάν. τρώγω), έφαγα βλ. πίν. 221 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τρώω — (I) Ν βλ. τρώγω. (II) Α βλ. τιτρώσκω … Dictionary of Greek
τρώω — βλ. τρώγω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξελιγουριάζομαι — τρώω κάτι για να μην αισθάνομαι λιγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λιγουριάζω] … Dictionary of Greek
τρωγοπίνω — τρώω και πίνω, διασκεδάζω με φαγοπότι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
έδω — ἔδω (Α) 1. τρώω 2. καταναλώνω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ρίζα *ed «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed mi «τρώω» … Dictionary of Greek
δειπνώ — και δειπνάω (AM δειπνῶ, έω) [δείπνον] 1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ. β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῑς μου γ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ… … Dictionary of Greek
επιτρώγω — ἐπιτρώγω (AM) τρώω επί πλέον, τρώω κάτι ως επιδόρπιο ή τρώω μετά από κάτι άλλο («κρόμμυον ἐπιτρώγοντας ἐν τῇ ἑορτῇ», Λουκιαν.) 2. γεν. τρώω … Dictionary of Greek
Present tense — For other uses, see Present tense (disambiguation). The present tense (abbreviated pres or prs) is a grammatical tense that locates a situation or event in present time.[1] This linguistic definition refers to a concept that indicates a feature… … Wikipedia
αρτοσιτώ — ἀρτοσιτῶ ( έω) (Α) 1. τρώγω σταρένιο ψωμί 2. τρέφομαι μόνο με άρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + σιτώ < σιτος < σίτος. Το ρ. αρτοσιτώ με τη σημασία «τρώω σίτινο άρτο» αντιτίθεται στο ρ. αλφιτοσιτώ* «τρώω άλφιτα, κριθαρένιο ψωμί», ενώ με τη σημασία … Dictionary of Greek