Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρώγει

  • 1 τρώγει

    τρώγω
    gnaw: pres ind mp 2nd sg
    τρώγω
    gnaw: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > τρώγει

  • 2 τρώγω

    (αόρ. έφαγα, παθ. αόρ. φαγώθηκα, μετχ. πρκ. φαγωμένος) μετ.
    1) есть, кушать; θέλω να φάω я хочу есть;

    τρώγω κρέας (ψωμί) — есть мясо (хлеб);

    τρώγω γερά — обладать хорошим аппетитом;

    τρώγω βιαστικά ( — или στο πόδι) — перехватить, поесть мимоходом, на скорую руку;

    δεν τρώγω τη σαρακοστή — я не ем скоромного во время великого поста;

    2) грызть, прогрызать (о грызунах, червях и т. п.); изъедать, проедать (о моли);
    3) кусать (о собаке и т. п.); 4) изнашивать, истрёпывать; τα έφαγες τα παπούτσια σου ты истрепал свои ботинки; 5) проматывать, растрачивать; проедать; έφαγε τα λεφτά του στίς γυναίκες он все свои деньги истратил на женщин; μου έφαγε την περιουσία μου он промотал моё состояние; 6) перен. поглощать, пожирать;

    αύτη η σόμπα τρώγει πολύ.κάρβουνο — эта печь пожирает много угля;

    αυτό θα μας φάει πολλή ώρα это у нас отнимет много времени;
    7) перен. грызть, мучить, терзать (о заботах и т. п.);

    τον τρώγει η ζήλεια — его мучает ревность;

    8) губить; убивать;
    αυτό τον έφαγε это его погубило; έφαγε πολλούς он многих погубил; 9) претерпевать, выносить; получать наказание;

    τρώγω ξύλο — съесть берёзовую кашу, быть избитым;

    τρώγω φάπες — получить пощёчину;

    τρώγω κατσάδα — получить:

    нахлобучку;
    έφαγε όλη τη βροχή (всю дорогу) он мок под дождём; έφαγε πέντε χρόνια φυλακή он получил пять лет тюрьмы; 10) превосходить, побеждать; τον έφαγα στο τρέξιμο я его победил в беге;

    σ' αυτό τον τρώγω — в этом я сильнее его;

    11) надоедать;
    μου 'φάγε τ' αυτιά он мне все уши прожужжал; 12) τριτοπρόσ. чесаться, зудеть;

    με τρώγει — у меня зуд;

    § τρώγω τα λόγια μου — проглатывать слова;

    τρώγοντας έρχεται η όρεξη — аппетит приходит во время еды;

    τον τρώει η μύτη (или η ράχη) του у него бока чешутся, спина палки просит;
    μ' έφαγαν τα σημάδια я предчувствовал недоброе; (μαύρο) φίδι πού σ' έφαγε! какая муха тебя укусила!; έφαγα τον κόσμο να... я сделал всё, чтобы...; έφαγε το χάπι он попался на удочку; τρώει τα νύχια (или τα μανίκια) του γιά... искать, упорно добиваться чего-л.; τον έφαγε με τα λίμα он его взял хитростью;

    τρώγει τα σίδερα — он рвёт и мечет;

    τρώει το ψωμί χαράμι он дармоед;
    έφαγε το κεφάλι του допрыгался; сам себя погубил; έφαγε τα λυσσιακά του να... он старался изо всех сил, чтобы...; έφαγε της χρονιάς του (или παρά μίαν τεσσαρακοντα) или όσες

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρώγω

  • 3 αφεντομουτσουνάρα

    η:

    αφεντομουτσουνάρα του (σου κ.λ.π.) ирон.его (твоё и т. д.) благородие;

    δεν τρώγει φασόλια η αφεντομουτσουνάρα του — его благородие фасоль не кушает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αφεντομουτσουνάρα

  • 4 ώς

    επίρρ.
    1) (με γεν. и αιτιατ.) до;

    ώς χτες — до вчерашнего дня;

    ώς θανάτου — или ώς τό θάνατο — до смерти;

    ώς абрю до завтрашнего дня;

    ώς τότε — а) до тех пор; — б) к тому времени;

    ώς πότε — до каких пор;

    2) (е' сочетании] с να, πού να, όταν να) (до тех пор) пока1;

    ώς (πού) να ερθω ( — до тех пор) пока не приду;

    3) (с числ.) до, около, почти;

    περπάτησα ώς δυό ώρες — он гулял около двух часов;

    απέχω ώς δυό χιλιόμετρα — находиться почти в двух километрах;

    τρώγει ώς δέκα αυγά — он съедает до десяти яиц

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ώς

  • 5 ἐπεμβάλλω

    A put on,

    πῶμα πίθοιο Hes.Op.98

    ;

    στόμι' ἐ. ἐμοί E. IT 935

    ; γιγνώσκοντι ἐ. heap words on one who already knows, Arist. Rh. 1406a34.
    2 throw down upon, δόμους ἐπεμβαλῶ will throw them on [the inmates], E.HF 864: c. acc. loci, ὄχθον ὡς ἐπεμβάλῃ that she may dash [her] upon it (dub. constr.), Id.IT 290.
    3 intercalate, Hdt.2.4; insert, Pl.Cra. 399a; πολλὰ ἐπὶ τὰ πρῶτα ὀνόματα ib. 414d; of parentheses, Hermog.Id.1.12 ([voice] Pass.), cf. 1.4, al.; of ingredients in a salad, Gal.6.539: metaph., γῆς σωτῆρα σαυτὸν τῷδ' ἐπεμβάλλεις λόγῳ by this story thou foistest thyself in, intrudest thyself, as saviour of the land, S.OC 463: in Inscrr. on grave-stones, put in another corpse, IGRom.4.1284, al. ([place name] Thyatira):—[voice] Med., make fresh additions, of sculptors, Pl.Plt. 277a:—[voice] Pass., of fruit-trees, to be engrafted, Ath.14.653d; cf. ἐπεμβολάς.
    4 thrust on, X.Cyn.10.11.
    II intr., flow in besides, of rivers, Id.HG4.2.11.
    III ἐπεμβάλλεται· τρώγει, Hsch.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεμβάλλω

См. также в других словарях:

  • τρώγει — τρώγω gnaw pres ind mp 2nd sg τρώγω gnaw pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφαγάς — ο, θηλ. κακοφαγού 1. αυτός που τρώγει βλαβερές ή αηδιαστικές τροφές 2. αυτός που τρώγει χωρίς όρεξη 3. αυτός που τρώγει ανεπαρκές φαγητό …   Dictionary of Greek

  • λαιμαργία — η (AM λαιμαργία) [λαίμαργος] το να τρώγει κάποιος με απληστία, αχόρταγα, η αδηφαγία («ὑπὸ ἀφροσύνης τε καὶ λαιμαργίας οὐ πάντα ἱκανῶς ἀνασκεψάμενον ἑλέσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. το να τρώγει κάποιος μεγάλη ποσότητα φαγητού γρήγορα και με έκδηλη… …   Dictionary of Greek

  • μονοφαγία — η (ΑΜ μονοφαγία) [μονοφάγος] το να τρώγει κάποιος μόνος, χωρίς την παρουσία άλλου νεοελλ. μσν. το να τρώγει κάποιος μία φορά την ημέρα νεοελλ. το να τρώει κανείς ένα μόνον είδος φαγητού …   Dictionary of Greek

  • Present tense — For other uses, see Present tense (disambiguation). The present tense (abbreviated pres or prs) is a grammatical tense that locates a situation or event in present time.[1] This linguistic definition refers to a concept that indicates a feature… …   Wikipedia

  • Κειτούκειτος — Κειτούκειτος, ὁ (Α) κωμικό όνομα τού γραμματικού Ουλπιανού, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώγει κανένα φαγητό αν δεν ρωτούσε «κεῑται ἤ οὐ κεῑται;» Αθήν.. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κεῖται ἤοὐ κεῖται;] …   Dictionary of Greek

  • αειφάγος — ο αυτός που διαρκώς τρώγει, που κατέχεται από αδιάκοπη επιθυμία για φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεὶ + φάγος < θ. φαγ τού ἔφαγ ον, αόρ. β τού ρ. ἐσθίω] …   Dictionary of Greek

  • αειφαγία — η [αειφάγος] ακόρεστη επιθυμία για φαγητό, το να τρώγει κανείς ακατάπαυστα …   Dictionary of Greek

  • αλληλοφαγία — η (Α ἀλληλοφαγία) 1. το να τρώγει ο ένας τον άλλον 2. αλληλοφάγωμα, εμφύλιος σπαραγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοφάγος, βλ. ἀλληλοφάγοι] …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριοφάγος — ο (ΑΜ ἀλλοτριοφάγος, ον) αυτός που τρώγει από τα ξένα και όχι από τα δικά του, ξενοφαγάς νεοελλ. 1. αυτός που σφετερίζεται, που οικειοποιείται πράγματα που δεν τού ανήκουν 2. Ιατρ. αυτός που πάσχει από αλλοτριοφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος +… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριοφαγία — η (Μ ἀλλοτριοφαγία) το να τρώγει κανείς από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο νεοελλ. οικειοποίηση, σφετερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοτριοφάγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριοφαγικός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»