-
1 ώς
επίρρ.1) (με γεν. и αιτιατ.) до;ώς χτες — до вчерашнего дня;
ώς θανάτου — или ώς τό θάνατο — до смерти;
ώς абрю до завтрашнего дня;
ώς τότε — а) до тех пор; — б) к тому времени;
ώς πότε — до каких пор;
2) (е' сочетании] с να, πού να, όταν να) (до тех пор) пока1;ώς
(πού) να ερθω ( — до тех пор) пока не приду;3) (с числ.) до, около, почти;περπάτησα ώς δυό ώρες — он гулял около двух часов;
απέχω ώς δυό χιλιόμετρα — находиться почти в двух километрах;
τρώγει ώς δέκα αυγά — он съедает до десяти яиц
См. также в других словарях:
περπατώ — περπάτησα, περπατήθηκα, περπατημένος, βαδίζω, πεζοπορώ, κάνω περίπατο, βλ. λ. περιπατώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμουδιάζω — 1. παύω να αισθάνομαι μούδιασμα («περπάτησα λίγο και ξεμούδιασαν τα πόδια μου») 2. (για αθλητή) ετοιμάζομαι για αγώνα με κατάλληλες γυμναστικές ασκήσεις, προθερμαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μουδιάζω] … Dictionary of Greek
περπατάω — / περπατώ, περπάτησα, περπατημένος βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: περπατάω : η μτχ. περπατημένος απαντάται κυρίως με την ειδική έννοια → αυτός που έχει πολλές σεξουαλικές σχέσεις ή γενικότερα εμπειρίες … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περπατώ — περπατάω / περπατώ, περπάτησα, περπατημένος βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής