-
1 τροχμαλος
-
2 τρόχμαλος
τρόχμαλος, ὁ, sc. λίϑος, ein runder, vom Wasser glatt geriebener Stein, Theophr.; im plur. auch τὰ τρόχμαλα, ein Haufen solcher Steine, eine davon aufgeführte Mauer ums Feld, wie αἱμασιά, Nic. Th. 143; vgl. σῆμα χωστῷ τροχμάλῳ κατηρεφές, Lycophr. 1064.
-
3 τρόχμαλος
τρόχμαλοςrolled stone: masc nom sg -
4 τρόχμαλος
τρόχμᾰλος, ὁ,A rolled stone, pebble, Thphr.CP3.6.4: pl. τρόχμαλοι, a heap of such stones, cobble-wall, dry dyke, Eust.1259.33; also neut. : sg. in collect. sense,σῆμα χωστῷ τροχμάλῳ κατηρεφές Lyc.1064
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόχμαλος
-
5 τρόχμαλος
τρόχμαλος, ὁ, sc. λίϑος, ein runder, vom Wasser glatt geriebener Stein; plur. auch τὰ τρόχμαλα, ein Haufen solcher Steine, eine davon aufgeführte Mauer ums Feld -
6 τροχμάλους
τρόχμαλοςrolled stone: masc acc pl -
7 τρόχμαλοι
τρόχμαλοςrolled stone: masc nom /voc pl -
8 τρόχμαλον
τρόχμαλοςrolled stone: masc acc sg -
9 τροχμάλω
-
10 τροχμάλῳ
-
11 τροχαλός
A running, τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησιν makes him run quick, Hes.Op. 518 (but v. infr. 11);Μοιράων τροχαλώτερε AP7.681
(Pall.);τ. ὄχοι
swift-rolling,E.
IA 146 (anap.). Adv. - λῶς Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχαλός
-
12 τροχίμαλλον
τροχίμαλλον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχίμαλλον
См. также в других словарях:
τρόχμαλος — rolled stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχμαλος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. (πετρογρ.) βραχώδης μάζα που έχει αποσπαστεί από ένα κύριο βραχώδες σώμα και είναι ελαφρώς αποστρογγυλωμένη ή λειασμένη, αλλ. λίθος μσν. αρχ. στον πληθ. οἱ τρόχμαλοι και ως ουδ. τὰ τρόχμαλα φράχτης από πέτρες, ξερολιθιά αρχ. (ενν.… … Dictionary of Greek
τροχμάλους — τρόχμαλος rolled stone masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχμάλῳ — τρόχμαλος rolled stone masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχμαλοι — τρόχμαλος rolled stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχμαλον — τρόχμαλος rolled stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίμαλλον — τὸ, Α πιθ. σωρός λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. ανώμαλα σχηματισμένος αντί τής λ. τρόχμαλος*] … Dictionary of Greek
τρόχαλος — ο, Ν σωρός από τρόχαλα, σωρός από λιθάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τροχαλός με αναβιβασμό τού τόνου. Η σημ. τής λ. διαμορφώθηκε κατ επίδραση τού τ. τρόχμαλος] … Dictionary of Greek