-
1 τρυπώ
τρῡπῶ, τρυπάωbore: pres imperat mp 2nd sgτρῡπῶ, τρυπάωbore: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)τρῡπῶ, τρυπάωbore: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)τρῡπῶ, τρυπάωbore: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)τρῡπῶ, τρυπάωbore: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)τρῡπῶ, τρυπάωbore: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)——————τρῡπῷ, τρυπάωbore: pres opt act 3rd sg -
2 τρυπῶ
Βλ. λ. τρυπώ -
3 τρυπῷ
Βλ. λ. τρυπώ -
4 τρυπώ
τρυπάω 1. μετ.1) прокалывать; продырявливать; проделывать отверстие; 2) рвать, пронашивать (одежду, обувь); 3) лишать девственности; 2. αμετ. 1) прокалываться; продырявливаться; 2) рваться, пронашиваться (об одежде, обуви) -
5 τρυπώ
[трипо] ρ (μτβ) проделывать отверстие, продырявливать, протыкать, протыкать. -
6 τρυπώ
delmek, delik açmak -
7 τρυπώ
prickΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τρυπώ
-
8 αναγκαιος
I3 и 21) повелительный, властный(μῦθος Hom.)
χρειοῖ ἀναγκαίῃ Hom. — в силу настоятельной необходимости;πειθὼ ἀναγκαία Plat. — неотразимый (убедительиый) довод2) неизбежный, неотвратимый, неминуемый(λόγοι ἀτερπεῖς, ἀλλ΄ ἀναγκαῖοι Eur.; τύχη Soph., Eur.; θάνατος Xen.)
3) необходимый, нужный(τροφή, μαθήματα Plat.)
αἱ οὐκ ἀναγκαῖαι πόσεις Xen. — излишние напитки;τέν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην τρέπεσθαι Plat. — пойти по пути, которого никак не миновать;τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος Thuc. — совершенно необходимая, т.е. минимально достаточная (для обороны) высота;ἥ πὀλις ἀναγκαιοτάτη Plat. — минимальный по своим размерам город4) вынужденный(ἀναγκαίῳ τινὴ τρύπῳ Plut.)
5) подневольный, рабский(πολεμισταί Hom.)
ἦμαρ ἀναγκαῖον Hom. — день порабощения6) родственный, родной(μήτηρ Plat.; συγγενεῖς καὴ ἀναγκαῖοι Dem.)
IIὅ преимущ. pl. родственник Xen., Dem. -
9 έμβολο(ν)
τό1) поршень; 2) мед. тромб; 3) воен, прибойник, досылатель; шомпол; 4) таран (судна);τρυπώ με το έμβολο(ν) — таранить;
5) стр. контрфорс;6) обрывистый выступ горы; 7) клин; зуб, зубец; 8) мор. прядь, стрендь (каната, верёвки и т. п.) -
10 έμβολο(ν)
τό1) поршень; 2) мед. тромб; 3) воен, прибойник, досылатель; шомпол; 4) таран (судна);τρυπώ με το έμβολο(ν) — таранить;
5) стр. контрфорс;6) обрывистый выступ горы; 7) клин; зуб, зубец; 8) мор. прядь, стрендь (каната, верёвки и т. п.) -
11 τρυπάω
A bore, pierce through, ὡς ὅτε τις τρυπῷ (opt.) δόρυ νήϊον ἀνὴρ τρυπάνῳ, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι (cf. τρυπανία) Od.9.384, cf. Hp.VC18, Pl.Cra. 387e; ἐτρύπησεν τῷ ποδὶ τὴν βελόνην (of a very thin man) AP11.102 (Ammian. or Nicarch.), 308 (Lucill.); with double acc.,πόνος με τὸν πόδα τ.
is stabbing into,Luc.
Ocyp. 169; cf. ἁλία (B):—[voice] Pass., τετρυπήσθω τὸ τρῆμα let the hole be bored, Hp.Steril.222; δι' ὠτὸς.. τρυπωμένου through well-bored ear, i. e. open to hear, S.Fr. 858 (codd.Plu., but ῥυπωμένου is prob. cj.); τὰ ὦτα τετρυπημένος having one's ears pierced for ear-rings, X.An. 3.1.31; ψῆφος τετρυπημένη the pebble of condemnation which had a hole in it, opp. πλήρης, Aeschin.1.79, Arist.Ath.68.2, 69.1;ἐτετρύπητο ἄλλη ἔξοδος Luc.Alex.16
.2 sens. obsc., Theoc.5.42, APl.4.243 (Antist.). -
12 τρῦπάω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τρῦπάω
См. также в других словарях:
τρυπώ — τρυπῶ, άω, ΝΜΑ 1. ανοίγω οπή σε κάτι 2. κεντώ με αιχμηρό όργανο 3. μτφ. (για αίσθημα πόνου) διαπερνώ νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) είμαι μυτερός, μπορώ να τσιμπήσω ή να προκαλέσω πληγή («τα αγκάθια τρυπάνε, αν δεν προσέξεις») β) (για πράγμ. και κυρίως… … Dictionary of Greek
τρυπώ — και τρυπάω τρύπησα, τρυπήθηκα, τρυπημένος 1. μτβ., ανοίγω τρύπα, διατρυπώ. 2. κεντώ, πληγώνω με κάτι μυτερό: Η καρφίτσα μου τρύπησε το χέρι. 3. διακορεύω. 4. αμτβ., είμαι αιχμηρός, μπορώ να τρυπήσω: Πρόσεχε τη βελόνα, τρυπάει. 5. είμαι τρυπημένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρυπώ — τρυπάω / τρυπώ, τρύπησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τρυπῶ — τρῡπῶ , τρυπάω bore pres imperat mp 2nd sg τρῡπῶ , τρυπάω bore pres subj act 1st sg (attic epic ionic) τρῡπῶ , τρυπάω bore pres ind act 1st sg (attic epic ionic) τρῡπῶ , τρυπάω bore pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) τρῡπῶ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπῷ — τρῡπῷ , τρυπάω bore pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογχίζω — τρυπώ με τη λόγχη, λογχεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
πείρω — Α 1. (κυρίως σχετικά με κρέας που ετοιμάζεται για ψήσιμο) τρυπώ κάτι από τη μια ώς την άλλη άκρη, τρυπώ πέρα πέρα, διατρυπώ («κρέατ ὤπτων, ἄλλα τ ἔπειρον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κρέατα στη σούβλα, σουβλίζω 3. φρ. α) «πείρω τινὰ διά τίνος» τρυπώ διά… … Dictionary of Greek
φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… … Dictionary of Greek
κατανύσσ — και κατανύγω (AM κατανύσσω) 1. διεγείρω σε κάποιον μύχια συναισθήματα ευσέβειας, φέρω κάποιον σε κατάσταση κατάνυξης («ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ», ΚΔ) 2. συγκινώ κάποιον υπερβολικά («ὡς δὲ ἤκουσαν, κατενύγησαν οἱ ἄνδρες καὶ λυπηρὸν ἦν… … Dictionary of Greek
τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη … Dictionary of Greek
κατατρυπώ — (AM κατατρυπῶ, άω) (επιτ. τ. τού τρυπώ) (μτβ.) τρυπώ πολύ, διατρυπώ νεοελλ. (αμτβ.) γεμίζω τρύπες, κατατρυπιέμαι («το φόρεμά της κατατρύπησε») … Dictionary of Greek