-
1 τροχιάς
τροχιάwheel-track: fem gen sg (attic doric aeolic)τροχιᾶ̱ς, τροχιάζωroto: fut ind act 2nd sg (doric)τροχιόςround: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 τροχιᾶς
τροχιάwheel-track: fem gen sg (attic doric aeolic)τροχιᾶ̱ς, τροχιάζωroto: fut ind act 2nd sg (doric)τροχιόςround: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 τροχίας
A courier, messenger, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχίας
-
4 τροχίας
τροχίᾱς, τροχίαςcourier: masc acc plτροχίᾱς, τροχίαςcourier: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
5 τροχιάς
τροχιά̱ς, τροχιάwheel-track: fem acc plτροχιά̱ς, τροχιόςround: fem acc pl -
6 τροχιὰς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τροχιὰς
-
7 τροχίαι
τροχίαςcourier: masc nom /voc plτροχίᾱͅ, τροχίαςcourier: masc dat sg (attic doric aeolic) -
8 τροχίαν
τροχίᾱν, τροχίαςcourier: masc acc sg (attic epic doric aeolic)τροχίαςcourier: masc acc sg -
9 τροχιά
τροχιά, ᾶς, ἡ (τροχός; as early as Philo Mech. 54, 41) wheel-track, course, way (Anth. Pal. 7, 478; 9, 418; Herodian Gr. I 301, 2; Pr 2:15; 4:11; 5:6, 21; Hesych.; Suda) τροχιὰς ὀρθὰς ποιεῖν make straight paths upon which one can advance quickly and in the right direction; in imagery of the moral life τροχιὰς ὀρθὰς ποιεῖτε τοῖς ποσὶν ὑμῶν Hb 12:13 (Pr 4:26).—DELG s.v. τρέχω. -
10 ακτις
- ῖνος ἥ1) луч(ἠελίοιο Hom., Aesch.)
ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖνα (sc. ὄντος τοῦ ἡλίου) Soph. — в среднем направлении южных лучей, т.е. на юге;πρὸς τελευτώσας ἀκτῖνας Eur. — на запад2) сверкание(ἀκτῖνες στεροπᾶς Pind.)
3) молния(Διὸς ἀ. Soph.)
4) сияние, слава(ἐργμάτων, ἀγώνων Pind.)
5) спица (sc. τῆς τροχιᾶς Anth.) -
11 τροχίου
τρόχιονrotella: neut gen sgτροχίαςcourier: masc gen sg -
12 τυπίας
A hammered, wrought, χαλκός, opp. τροχίας, Poll.7.105.
См. также в других словарях:
τροχίας — τροχίᾱς , τροχίας courier masc acc pl τροχίᾱς , τροχίας courier masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίας — ὁ, Α 1. αγγελιαφόρος 2. (κατά τον Πολυδ.) ως επίθ. (για τον χαλκό) χυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + επίθημα ίας (πρβλ. τυπ ίας)] … Dictionary of Greek
τροχιᾶς — τροχιά wheel track fem gen sg (attic doric aeolic) τροχιᾶ̱ς , τροχιάζω roto fut ind act 2nd sg (doric) τροχιός round fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιάς — τροχιά̱ς , τροχιά wheel track fem acc pl τροχιά̱ς , τροχιός round fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίαι — τροχίας courier masc nom/voc pl τροχίᾱͅ , τροχίας courier masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
εκκεντρότητα — (Αστρον.). Το μέτρο της επιμήκυνσης μιας ελλειπτικής τροχιάς. Ορίζεται ως το πηλίκο της απόστασης από το κέντρο της έλλειψης μέχρι τη μία εστία διά του μήκους του μεγάλου ημιάξονα ή ως ο λόγος της απόστασης μεταξύ των δύο εστιών της τροχιάς προς… … Dictionary of Greek
επιτάχυνση — O χρονικός ρυθμός μεταβολής της ταχύτητας σε ένα κινούμενο αντικείμενο. Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο, το οποίο, ξεκινώντας από στάση, αποκτά σε δέκα δευτερόλεπτα ταχύτητα 10 μ./δευτ. Αν σε αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα είχε σταθερή ε … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek