-
1 τυπίας
A hammered, wrought, χαλκός, opp. τροχίας, Poll.7.105.
См. также в других словарях:
τροχίας — ὁ, Α 1. αγγελιαφόρος 2. (κατά τον Πολυδ.) ως επίθ. (για τον χαλκό) χυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + επίθημα ίας (πρβλ. τυπ ίας)] … Dictionary of Greek