-
1 τροχια
-
2 τροχιά
η1) колея; 2) перен., астр. орбита;στέλλω (βγαίνω) σε τροχιά — посылать (выходить) на орбиту;
3) физ., мат. траектория;4) круг, сфера (действия);§ φεύγω απ' την τροχιά — выбиться из колей
-
3 τροχιά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τροχιά
-
4 τροχιά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τροχιά
-
5 τροχιά
колея, след от колеса, путь.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τροχιά
-
6 τροχιά
[трохьа] ουσ θ колея. (αστρον) орбита. -
7 αρματοτροχια
-
8 επαφή
η1) соприкосновение; контакт; связь;σημείον επαφής — точка соприкосновения;
έρχομαι σε επαφ — приходить в соприкосновение, вступать в контакт;
αποκαθιστώ επαφή — устанавливать контакт;
βρίσκομαι σε επαφή με κάποιον — иметь контакт с кем-л.;
δεν έχω επαφή μαζί του — я с ним не поддерживаю контакта; — у меня с ним нет связи;
φέρε με σε επαφή με... — свяжи меня с...;
2) косм, стыковка;διαστημοπλοίων σε τροχιά — стыковка космических кораблей на орбите -
9 ευθυτενής
-
10 σεληνοκεντρικός
η, ό[ν] астр. селеноцентрический, окололунный;σεληνοκεντρική τροχιά — селеноцентрическая (или окололунная) орбита
-
11 5163
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5163
См. также в других словарях:
τροχιά — τροχιά̱ , τροχιά wheel track fem nom/voc/acc dual τροχιά̱ , τροχιά wheel track fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τροχιός round neut nom/voc/acc pl τροχιά̱ , τροχιός round fem nom/voc/acc dual τροχιά̱ , τροχιός round fem nom/voc sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιά — Η κλειστή διαδρομή που εκτελεί ένα σώμα όταν κινείται γύρω από ένα ή περισσότερα σώματα. Ο όρος τ. χρησιμοποιείται συνήθως στην αστρονομία και αναφέρεται στην κίνηση που εκτελούν οι πλανήτες και οι κομήτες γύρω από τον Ήλιο ή οι δορυφόροι,… … Dictionary of Greek
τροχιά — η 1. τα ίχνη που αφήνουν στο χώμα οι τροχοί οχήματος, τα αχνάρια της ρόδας. 2. σιδηροτροχιά, ράγα. 3. (μαθ.), η γραμμή που διαγράφει ένα υλικό σημείο που κινείται. 4. η καμπύλη που διαγράφει ουράνιο σώμα στην κίνησή του: Η τροχιά της Γης. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρόχια — τρόχιον rotella neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωσύγχρονη τροχιά — Μία γήινη τροχιά που ακολουθεί ένας δορυφόρος (κίνηση από Δ προς Α) με περίοδο 23 ώρες, 56 λεπτά και 4,1 δευτερόλεπτα, ίση δηλαδή με την περίοδο περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Αν η τροχιά είναι κεκλιμένη σε σχέση με το ισημερινό… … Dictionary of Greek
τροχιάν — τροχιά̱ν , τροχιά wheel track fem acc sg (attic doric aeolic) τροχιά̱ν , τροχιός round fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιάς — τροχιά̱ς , τροχιά wheel track fem acc pl τροχιά̱ς , τροχιός round fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιᾶς — τροχιά wheel track fem gen sg (attic doric aeolic) τροχιᾶ̱ς , τροχιάζω roto fut ind act 2nd sg (doric) τροχιός round fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίας — τροχίᾱς , τροχίας courier masc acc pl τροχίᾱς , τροχίας courier masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιαῖς — τροχιά wheel track fem dat pl τροχιός round fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιαί — τροχιά wheel track fem nom/voc pl τροχιός round fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)