Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἁρματοτροχία

См. также в других словарях:

  • αρματοτροχιά — ἁρματοτροχιά, η (Α) η γραμμή που σχηματίζουν στο έδαφος οι τροχοί του άρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, τος + τροχιά] …   Dictionary of Greek

  • ἁρματοτροχιάν — ἁρματοτροχιά̱ν , ἁρματοτροχιά wheel track of a chariot fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρματοτροχιάς — ἁρματοτροχιά̱ς , ἁρματοτροχιά wheel track of a chariot fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρματοτροχιᾶς — ἁρματοτροχιά wheel track of a chariot fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρματοτροχιή — ἁρματοτροχιά wheel track of a chariot fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρματροχιαῖς — ἁρματοτροχιά wheel track of a chariot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρματροχιαί — ἁρματοτροχιά wheel track of a chariot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρματροχιή — ἁρματοτροχιά wheel track of a chariot fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρματροχιά — ἁρματροχιά̱ , ἁρματοτροχιά wheel track of a chariot fem nom/voc/acc dual ἁρματροχιά̱ , ἁρματοτροχιά wheel track of a chariot fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… …   Dictionary of Greek

  • αματροχιά — ἁματροχιά, η (Α) 1. σύγκρουση τροχών 2. (αντί ἁρματροχιά) ίχνη τών τροχών άμαξας επάνω στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα + τροχιά*. Η χρήση τής λ. ἁματροχιά, με τη (2) σημ. (τροχιά άρματος) προήλθε πιθ. από τ. *ἁρματροχιά με ανομοίωση τού ρ. ή από τ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»