-
1 τροχαλία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχαλία
-
2 τροχαλία
pulleyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τροχαλία
-
3 λυκίσκος
λυκίσκος· ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον, ἢ ἄνοδος δόματος, Hsch. [full] λῠκοβᾰτίας δρυμός· ἐν ᾧ οἱ λύκοι διατρίβουσι, Id. (post λυκαιχλίας).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυκίσκος
-
4 τροχιλεία
τροχῐλ-εία, ἡ,A block-and-tackle equipment, pulley or system of pulleys, roller of a windlass, and the like , IG12.313.112, 314.123, 374.142, 22.1666.91, 1672.205, al., 11(2).161 A98 (Delos, iii B. C.); the later spelling [full] τροχιλία is found in codd. of Hp.Art.43, Ar.Lys. 722 (where τροχιλείας is metrically prob.), Plb.1.22.5, 8.4.5, Plu.2.18c, Eum.11, Gal.UP7.14; the word is variously corrupted in Archipp. 33; the form [full] τροχιλέα occurs in Arist.Mech. 851b19, Ath.Mech.14.8, Suid. (citing Socr. ap. D.L.2.36, where τροχιλία); τροχειλέα prob. in PLond.3.1177.216 (ii A. D.); [full] τροχαλία, Arist.Mech. 853a36, b2; [full] τροχηλιά (oxyt.), Thphr.HP4.3.5, Gal.UP7.14 (as v.l.); [full] τροχελλέα, POxy.502.35 (ii A. D.); [full] τροχιλλέα, BGU1116.24 (i B. C.), Gloss.; [full] τροχαρέα, PLond.1821.194: metaph., μετά τινος τροχιλίας with a certainGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχιλεία
-
5 λύκος
Grammatical information: m.Meaning: `wolf' (Il.) ; often metaph., a. o. as name of a kind of daw (Arist.; v. l. λύκιος, cf. Thompson Birds s. v.), of a fish (Hikes. ap. Ath.; Strömberg Fischnamen 105), = `hook, sting' (Plu., Poll.) etc.Compounds: Compp., e.g. Λυκό-(Ϝ)οργος \> Λυκοῦργος prop. "holding off the wolves " ( εἴργω), Λυκοσ-ούρα town in Arcadia, after the contraction Κυνοσ-ούρα (Risch IF 59, 266 w. n. 1); λυκ-αψός ( λύκ-) m., also - ψίς f., name of a venomous plant, `Echium italicum' (Nic., Dsc., Gal.), prop. "attacking wolves" (cf. Strömberg Wortstudien 100f. on χορδαψός), because of its poison as λυκο-κτόνον a. o. (Strömberg Pflanzennamen 66 u. 70 f.); but see s.v.Derivatives: Feminines: λύκαινα `she-wolf' (Arist.; after λέαινα etc.) with - αίνιον (Poll.; of a woman); λυκώ name of the moon (PMag. Par.); diminut.: λυκιδεύς m. `younger wolf' (Sol. ap. Plu., Theoc.; Boßhardt 65), λυκίσκος ἡ μη ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δε μόνον H.; also PN (Schwyzer 542). Further: λυκέη, -ῆ `wolfsskin' (K 459 a.o.), λύκειος δορά `id.' (E. Rh. 208), substantiv. λυκεία f. (Plb. 6, 22, 3); λυκώδης `wolf-like' (Arist.), λυκηδόν `as a wolf' (A.), λυκηθμός `howling of wolves' (Anon. ap. Suid.; after μυκηθμός); λυκόομαι `be lacerated by wolves' (X.). On λύσσα s. v.Origin: IE [Indo-European] [1178] *u̯l̥kʷos `wolf'Etymology: With λύκος agrees formally exactly the Northgerm. name of the lynx, Swed. lō (PGm. * luha- from IE * luko-; s. 2. λύγξ). But of course one prefers to connect the widespread name of the wolf, which is preserved e. g. in Skt. vŕ̥ka-, Lith. vil̃kas, OCS vlьkъ, Goth. wulfs, Alb. ulk. With the resulting IE *u̯l̥kʷos can λύκος be combined if we assume, that the labiovelar coloured the preceding sonant with loss of the labialisation, cf. Schwyzer 298 and 352; s. also on κύκλος. A comparable problem gives Lat. lupus. Far remains however Arm. gayl (rather to Ir. gāel `wolf' with Fick 2, 259 a. o.). With the name of the wolf taboo-ideas may have played a part (Havers Sprachtabu 37ff.) which may have caused phonetic irregularities. Also for IE *u̯l̥kʷos such an origin is possible; the interpretation as `lacerater' (to u̯el(k)- `lacerate' not counting the labiovelar; s. Specht KZ 66, 26f.) remains hypothetic. - Details in WP. 1, 316f., Pok. 1178f., W.-Hofmann s. lupus, Vasmer s. volk; also Benveniste BSL 44, 53.Page in Frisk: 2,143-144Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λύκος
См. также в других словарях:
τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… … Dictionary of Greek
τροχαλία — η 1. τροχός με λεία ή αυλακωτή στεφάνη προσαρμοσμένος σε άξονα, του οποίου την περιστροφική κίνηση μεταδίδει με ιμάντα σε άλλο τροχό. 2. μηχανικό σύστημα με τέτοιους τροχούς για μετάδοση κίνησης. 3. τρόχιλος (βλ. λ.). 4. ανατομική διάρθρωση, όπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek
παλάγκο — Αναρτώμενη ανυψωτική διάταξη που κινείται μηχανικά ή με το χέρι. Υπάρχουν στάσιμα και κινητά π. αναρτημένα σε ειδικά φορεία, που μετακινούνται σε εναέρια γραμμή. Το π. που κινείται με το χέρι αποτελείται από κορμό, στον οποίο βρίσκεται ο… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
τροχαλίας — ο, Ν η τροχαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαλία με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ακροσύρτης — Σύστημα για την ανύψωση και μετατόπιση φορτίων. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους ναυτικούς για τη φόρτωση των πλοίων. Λέγεται και καβοσύρτης. Πρόκειται για ειδικό πολύσπαστο, του οποίου η κινητή τροχαλία συνδέεται με την οδηγό τροχαλία ενός άλλου… … Dictionary of Greek
σχοινοσιδηρόδρομος — Λέγεται και σχοινόδρομος. Σύστημα εναέριου σιδηρόδρομου για τη μεταφορά ατόμων. Η σιδηροτροχιά του σ. αποτελείται από δύο ατσάλινα σύρματα, ένα για την άνοδο κι ένα για την κάθοδο. Τα οχήματα είναι καμπίνες κατασκευασμένες από ξύλο ή από μέταλλο… … Dictionary of Greek
Communist Party of Greece — Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας Kommounistikó Kómma Elládas Communist Party of Greece Leader … Wikipedia
Гирокастра — Эта статья или раздел нуждается в переработке. Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей … Википедия