Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τροχαία

  • 1 τροχαία

    η отдел регулирования уличного движения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τροχαία

  • 2 κίνηση

    [-ις (-εως)] η
    1) е разн. знач движение;

    η περιστροφική κίνηση — вращательное движение;

    χαριτωμένες κίνήσεις — изящные движения;

    μεγάλη κίνηση — большое движение;

    τροχαία κίνηση — а) уличное движение; — б) служба регулирования уличного движения;

    κίνηση πληθυσμού — движение народонаселения;

    κίνηση ταμείου — оборот кассы;

    κίνηση στα άδεια ( — или νεκρά) — холостой ход;

    θέτω ( — или βάζω) σε κίνηση — приводить в движение; — пускать в ход;

    μπαίνω σε κίνηση — приходить в движение;

    2) оживление, оживлённость; активность;

    η εμπορική κίνηση — коммерческая активность;

    παρατηρείται κάποια κίνηση — наблюдается, чувствуется какое-то оживление;

    3) передвижение (войск);
    4) кив5ние, кивок;

    κίνηση της κεφαλής — кивок головы;

    § κίν ιδεών — а) борьба идей; — б) развитие мысли;

    εκπολιτιστική κίν — культурная жизнь;

    έξοδα κίνήσεως — командировочные расходы;

    κίνηση αγωγής — возбуждение (судебного) дела; — предъявление (судебного) иска

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κίνηση

  • 3 τροχαίος

    αία, ο[ν] 1. относящийся к подвижному составу;

    τροχαία κίνηση — движение городского транспорта;

    2. (ο)
    1) регулировщик уличного движения; 2) лит. хорей, трохей

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τροχαίος

См. также в других словарях:

  • Τροχαία — Αστυνομική υπηρεσία η οποία σχετίζεται με ό,τι σύρεται σε τροχούς (αμάξια, ποδήλατα, αυτοκίνητα κλπ.). Τροχαίο υλικό ονομάζονται τα ανταλλακτικά των τροχοφόρων. Ειδικά σήματα, οπτικά ή ακουστικά, που διευκολύνουν την κίνηση των τροχοφόρων,… …   Dictionary of Greek

  • τροχαία — η ειδική αστυνομική υπηρεσία που ασχολείται με τη ρύθμιση και εποπτεία της κυκλοφοριακής κίνησης των τροχοφόρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχαῖα — τροχαῖος running neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • CNECUS — Graece Κνῆκος, herbae nomen, quam Cartamum vocant officinae: Eius flos luteus sive croceus, semen vero candidum. Unde κνηκὸν mkodo pro luteo, modo pro albo colore, sumptum Graecis. Hesychius, Κνηκὸν τὸ κροκίζον χρῶμα ἐπὶ τȏυ ἄνθους, ὅτε δὲ ἐπὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PANUCLA — in plur. Panuclae, Isidoro l. 19. c. 29. dictae, quod ex iis panni texantar: ipsae enmim discurrunt per telam: Vox textoria. Primum enim in tela contexenda, telae pedes erigere et iugum iis fuit imponere, quod Ovid l. 6. Met. v. 55. telam iugo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματολογία — Επιστημονικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του εγκλήματος, την πρόληψή του, την αντίδραση της κοινωνίας σε αυτό, ενώ παράλληλα εξετάζει τα περιβαλλοντολογικά ή ψυχολογικά αίτιά του. Η ε. ιδιοποιείται τις μεθόδους πολλών άλλων… …   Dictionary of Greek

  • παράβαση — (Νομ.). Στο δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως π. οποιαδήποτε παραβίαση νομικού κανόνα. Στο ποινικό δίκαιο διαφόρων χωρών, ο όρος π. δηλώνει ειδικότερα τα ελαφρύτερα αδικήματα, που ο ελληνικός Π.Κ. περιλαμβάνει στην κατηγορία των πταισμάτων. Στον… …   Dictionary of Greek

  • παρατροχίλιος — α, ο ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην τροχιλία 2. φρ. «παρατροχίλια απόφυση» ανατ. προεξοχή τού κάτω έσω άκρου τού βραχιόνιου οστού, επάνω από την τροχιλία, που αποτελεί σημείο εμφύσεως τού έσω πλάγιου συνδέσμου τού αγκώνα και πολλών μυών… …   Dictionary of Greek

  • προφυλακτήρας — ο, Ν τεχνολ. α) εξάρτημα τού αμαξώματος τών αυτοκινήτων στο πρόσθιο και στο οπίσθιο μέρος τους, από παραμορφώσιμο έλασμα μετάλλου ή ενδοτικού πλαστικού, με προορισμό την προστασία τού αμαξώματος από προσκρούσεις οφειλόμενες σε τροχαία συμβάντα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»