-
1 τροφείον
-
2 τροφεῖον
-
3 τροφεῖον
τροφεῖον, τό, 1) Kostgeld, Lohn für Ernährung u. Erziehung, Ammen- od. Erzieherlohn; ϑανὼν τροφεῖα πληρώσει χϑονί Aesch. Spt. 459; τροφεῖα δεσπόταις ἀποδούς Eur. Ion 852; El. 626; τὰ τροφεῖα ἐκτίνειν, Plat. Rep. VII, 520 b, wie Luc. Dem. enc. 1. – 2) βίου τροφεῖα, Lebensunterhalt, Soph. O. C. 341.
-
4 τροφεῖον
τροφεῖον, τό, (1) Kostgeld, Lohn für Ernährung u. Erziehung, Ammen- od. Erzieherlohn; (2) βίου τροφεῖα, Lebensunterhalt -
5 τροφεῖον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροφεῖον
-
6 πτωχο-τροφεῖον
πτωχο-τροφεῖον, τό, Armenpflegehaus, Sp.
-
7 περιστερο-τροφεῖον
περιστερο-τροφεῖον, τό, Ort, wo man Tauben hält, füttert.
-
8 περδῑκο-τροφεῖον
περδῑκο-τροφεῖον, τό, Ort, wo Rebhühner gefüttert oder gehalten werden, Poll. 10, 159.
-
9 πενητο-τροφεῖον
πενητο-τροφεῖον, τό, Armenhaus, Sp.
-
10 σωματο-τροφεῖον
σωματο-τροφεῖον, τό, Ort, wo Sklaven gehalten werden, D. Sic.
-
11 χοιρο-τροφεῖον
χοιρο-τροφεῖον, τό, 1) Ort, wo man Schweine nährt oder hält, Schweinestall. – 2) = χοιροκομεῖον 2, Hesych., wenn es nicht χοιροστρόφιον heißen muß.
-
12 χηνο-τροφεῖον
χηνο-τροφεῖον, τό, = χηνοβοσκεῖον, Sp.
-
13 βρεφο-τροφεῖον
βρεφο-τροφεῖον, τό, das Findelhaus, K. S.
-
14 κτηνο-τροφεῖον
κτηνο-τροφεῖον, τό, Viehstand, Viehstall, Geop.
-
15 γηρο-τροφεῖον
γηρο-τροφεῖον, τό, Ort, wo alte Leute ernährt werden, Spital, Sp.
-
16 νεοσσο-τροφεῖον
νεοσσο-τροφεῖον, τό, att. νεοττοτρ., Ort, wo junge Vögel aufgezogen werden, Columell. 8, 15.
-
17 μελισσο-τροφεῖον
μελισσο-τροφεῖον, τό, Bienenhaus, Sp.
-
18 μελιττο-τροφεῖον
μελιττο-τροφεῖον, τό, u. ähnliche, att. = μελισσοτροφεῖον u. ähnl.
-
19 νησσο-τροφεῖον
νησσο-τροφεῖον, τό, Ort, wo man Enten auffüttert, Sp.
-
20 μονο-μαχο-τροφεῖον
μονο-μαχο-τροφεῖον, τό, ein Ort, wo Zweikämpfer ernährt od. erzogen werden, Gladiatorenschule, Suid.
См. также в других словарях:
τροφεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφείον — τὸ, Α βλ. τροφεία … Dictionary of Greek
λαγωτροφείον — και λαγοτροφεῑον, τὸ (Α) μέρος όπου εκτρέφονται λαγοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείον, ιχθυο τροφείον] … Dictionary of Greek
χηροτροφείον — τὸ, Μ ίδρυμα προστασίας χηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. βρεφο τροφεῖον, πτωχο τροφεῖον] … Dictionary of Greek
σωματοτροφείον — τὸ, Α χώρος όπου έτρωγαν δούλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφεῖον] … Dictionary of Greek
τροφεία — (I) ἡ, Α [τροφεύω] η υπηρεσία και το επάγγελμα τής τροφού. (II) τα / τροφεῑα, ΝΑ, και σπάν. τ. εν. τροφεῑον, τὸ, Α αμοιβή, συνήθως χρηματική, που δίνεται στον τροφέα ή στην τροφό νεοελλ. τα έξοδα διατροφής αρχ. 1. φορβή ζώων 2. (στον εν.) α) ο… … Dictionary of Greek
αλωπεκοτροφείο — το χώρος, στον οποίο εκτρέφονται αλεπούδες προς εκμετάλλευση τών γουναρικών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλώπηξ* εκος + τροφεῖον < τρόφος < ρ. τρέφω, πρβλ. γαλλ. feme de renards] … Dictionary of Greek
τροφεῖ' — τροφεῖο , τρέφω thicken pres opt mp 2nd sg (epic ionic) τροφεῖαι , τρέφω thicken pres ind mp 2nd sg (epic ionic) τροφεῖο , τροφέω serve as a wet nurse pres opt mp 2nd sg (epic ionic) τροφεῖαι , τροφέω serve as a wet nurse pres ind mp 2nd sg (epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφεῖα — pay for rearing and bringing up neut nom/voc/acc pl τροφεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφείοις — τροφεῖα pay for rearing and bringing up neut dat pl τροφεῖον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφείων — τροφεῖα pay for rearing and bringing up neut gen pl τροφεῖον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)