-
1 σωματο-τροφεῖον
σωματο-τροφεῖον, τό, Ort, wo Sklaven gehalten werden, D. Sic.
-
2 σωματοτροφεῖον
σωματο-τροφεῖον, τό, Ort, wo Sklaven gehalten werden -
3 σωματοτροφειον
1 σωματο-τροφεῖον
σωματο-τροφεῖον, τό, Ort, wo Sklaven gehalten werden, D. Sic.
2 σωματοτροφεῖον
3 σωματοτροφειον