Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τροποποιώ

См. также в других словарях:

  • τροποποιώ — τροποποιώ, τροποποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τροποποιώ — Ν επιφέρω μεταβολές, κάνω αλλαγή σε κάτι, μεταρρυθμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπος + ποιώ*] …   Dictionary of Greek

  • τροποποιώ — τροποποίησα, τροποποιήθηκα, τροποποιημένος, μεταρρυθμίζω, μετατρέπω κάτι: Τροποποιήθηκαν τρία άρθρα του νόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… …   Dictionary of Greek

  • τροποποίηση — η, Ν [τροποποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροποποιώ, μερική μεταβολή, μεταρρύθμιση («τροποποίηση τού σχεδίου») …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αναδιοργανώνω — διοργανώνω εκ νέου, τροποποιώ την υπάρχουσα οργάνωση προς το καλύτερο, οργανώνω σε νέες βάσεις, ανασυγκροτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διοργανώνω. ΠΑΡ. αναδιοργάνωση, αναδιοργανωτικός, αναδιοργάνωτος. Η λ. αναδιοργανώ ( όω), ούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • αναθεωρώ — ( έω) (Α ἀναθεωρῶ) εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω, ελέγχω με ακρίβεια νεοελλ. τροποποιώ, ανασκευάζω ριζικά τις ιδέες, τις θεωρίες ή τις αποφάσεις μου αρχ. εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θεωρῶ. ΠΑΡ. αναθεώρηση ( ις) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ανασυντάσσω — (Α ἀνασυντάσσω) νεοελλ. συντάσσω πάλι, ανασυγκροτώ, ανασχηματίζω αρχ. τροποποιώ την πολεμική εισφορά …   Dictionary of Greek

  • ατροποποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν τροποποιήθηκε, ο αμετάβλητος 2. αυτός που δεν επιδέχεται τροποποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τροποποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • διασκευάζω — (Α διασκευάζω) 1. διευθετώ, τακτοποιώ 2. τροποποιώ, μετατρέπω, μετασκευάζω νεοελλ. επεξεργάζομαι λογοτεχνικά έργα περικόπτοντας, τροποποιώντας ή συμπληρώνοντας τα αρχ. 1. εφοδιάζω 2. στολίζω 3. συλλέγω, απανθίζω λογοτεχνικά κείμενα 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»