-
1 τροποποιώ
[тропопио] р. изменять, видоизменять,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τροποποιώ
-
2 модифицировать
τροποποιώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модифицировать
-
3 видоизменить
τροποποιώμεταβάλλωαλλάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > видоизменить
-
4 поправить
поправить διορθώνω, επανορθώνω (исправить) τροποποιώ (изменить) \поправиться 1) (выздороветь) γίνομαι καλά, αναρρώνω 2) (пополнеть) χοντραίνω, παχαίνω* * * -
5 изменять
измен||ятьнесов1. (делать другим) ἀλλάζω, μεταβάλλω / τροποποιώ, τροπο-λογῶ (видоизменять) / μεταλλάσσω (переменять):\изменять проект закона τροποποιώ τό νομοσχέδιο· \изменять смысл слова τροπο-λογῶ ^или ἀλλάζω) τό νόημα τῆς λέξης· \изменять мнение μεταβάλλω γνώμη·2. (предавать) προδίδω, παραβαίνω, ἀθετω:\изменять долгу παραβαίνω τό καθήκον μου· \изменять убеждениям ἀπαρνοῦμαι τίς πεποιθήσεις μου· \изменять слову δέν βαστώ τό λόγο μου·3. (быть неверным) ἀπιστω, ὀπατῶ· ◊ силы мне \изменятья́ют μέ προδίδουν οἱ δυνάμεις μου· если память мие не \изменятьяет ἄν δέν μέ γελάει ἡ μνήμη μου. -
6 видоизменить
-меню, -менишь, к. -менишь ρ.σ.μ.αλλάζω το είδος, τη μορφή, το σχήμα, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω• τροποποιώ• μεταποιώ•видоизменить план τροποποιώ το σχέδιο•
видоизменить костюм μεταποιώ το κουστούμι.
μεταμορφώνομαι, μεταλλάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
7 изменять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изменять
-
8 исправлять
1. (изменять, поправлять) τροποποιώ 2. (устранять недостатки, ошибки) επιδιορθώνω, επισκευάζω, επανορθώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исправлять
-
9 переделать
(изменить, сделать иным) μετατρέπω, τροποποιώ, μεταποιώ, αλλάζω, διορθώνω-ся αλλάζω, τροποποιούμαιμεταποιούμαι, διορθώνομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переделать
-
10 перекладывать
1. (дорожное покрытие) επικαλύπτω/επιστρώνω εκ νέου 2. мор. μετατοπίζω, στρίβω. - руль - το πηδάλιο 3. (напр. на другое место) μεταθέτω, μετακινώ, μετατοπίζω 4. (переносить на другой срок, откладывать) αναβάλλω 5. (освобождая кого-л. от чего-л., возлагать на другого) αναθέτω 6. (укладывать что-л., помещая между отдельными укладываемыми предметами слой чего-л другого) (παρ)εμβάλλω, (παρ)ενθέτω, βάζω ενδιάμεσα 7. (что-л. заново, иначе) ξανατοποθετώ 8. (муз., литер) διασκευάζω, τροποποιώ, μετατρέπω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекладывать
-
11 переменить
1. (сменить, заменить одно другим) αλλάζω, αντικαθιστώ 2. (сделать иным, изменить) αλλάζω, κάνω διαφορετικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переменить
-
12 превращать
αλλάζω, μετατρέπω, μεταβάλλω, τροποποιώ, μεταμορφώνω-ся μετατρέπομαι, μεταβάλλομαιμεταμορφώνομαι, γίνομαι, μετασχηματίζομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > превращать
-
13 предложение /
1. (действие, то, что предлагается) η πρότασηвстречное - η αντιπρόταση, αντίθετη -данное - παρούσα -, συγκεκριμένη -2. (эк) (цены, товара) η προσφορ/ά, η πρότασηделать - κάνω/υποβάλλω -изменять - αλλάζω/τροποποιώ την -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предложение /
-
14 усовершенствовать
βελτιώνω, τελειοποιώ, τροποποιώ, καλυτερεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усовершенствовать
-
15 видоизменить
видоизменитьсов, видоизменять несов τροποποιώ, μεταβάλλω, μεταποιώ, ἀλλάζω. -
16 модифицировать
модифи||цироватьсов и несов τροποποιώ, τροπολογώ. -
17 переделывать
переделыватьнесов τροποποιώ, μεταποιώ, ἀλλάζω (делать иначе) / διορθώνω (исправлять) / ἐπιδιορθώνω (перерабатывать):\переделывать платье μεταποιώ τό φουστάνι· \переделывать статье κάνω ἀλλαγές στό ἄρθ-ρο. -
18 переиначивать
переиначиватьнесов, переиначить сов разг τροποποιώ, μεταβάλλω, ἀλ-λάζω:\переиначивать чьи́-л. слова ἀλλάζω τά λόγια κάποιου. -
19 изменить
изменить 1-еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изменённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.αλλάζω, μεταβάλλω αλλοιώνω, μετατρέπω, μεταστρέφω τροποποιώ•ветер -ил направление ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση•
изменить характер αλλάζω το χαρακτήρα•
изменить почерк αλλάζω το γραφικό χαρακτήρα•
проект закона -ли το νομοσχέδιο το τροποποίησαν.
αλλάζω, μεταβάλλομαι αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, μεταστρέφομαι τροποποιούμαι•погода -лясь ο καιρός άλλαξε•
изменить в лице αλλάζω στο πρόσωπο.
изменить 2-еню, -нишьρ.σ. (με δοτ.).1. προδίνω•он -ил своей родине αυτός πρόδοσε την πατρίδα του.
2. παραβαίνω, αθετώ, (απ)αρνούμαι παραβιάζω•изменить убеждения απαρνούμαι τις πεποιθήσεις•
изменить присягу παραβαίνω τον όρκο (επιορκώ)•
изменить своему долгу παραβαίνω. το καθήκο μου.
|| απατώ, απιστώ•муж ей -ил ο σύζυγος την απάτησε.
3. εγκαταλείπω•помять -ла ему η μνήμη τον εγκατέλειψε•
силы -ли ему οι δυνάμεις τον εγκατέλειψαν.
εκφρ.изменить себе – αλλάζω, πράττω, ενεργώ αντίθετα, παρά τα καθιερωμένα. -
20 модифицировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. (γραπ. λόγος) μεταποιώ, τροποποιώ μεταρρυθμίζω τροπολογώ.μεταποιούμαι, τροποποιούμαι μεταρρυθμίζομαι τροπολογούμαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τροποποιώ — τροποποιώ, τροποποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τροποποιώ — Ν επιφέρω μεταβολές, κάνω αλλαγή σε κάτι, μεταρρυθμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπος + ποιώ*] … Dictionary of Greek
τροποποιώ — τροποποίησα, τροποποιήθηκα, τροποποιημένος, μεταρρυθμίζω, μετατρέπω κάτι: Τροποποιήθηκαν τρία άρθρα του νόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… … Dictionary of Greek
τροποποίηση — η, Ν [τροποποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροποποιώ, μερική μεταβολή, μεταρρύθμιση («τροποποίηση τού σχεδίου») … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αναδιοργανώνω — διοργανώνω εκ νέου, τροποποιώ την υπάρχουσα οργάνωση προς το καλύτερο, οργανώνω σε νέες βάσεις, ανασυγκροτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διοργανώνω. ΠΑΡ. αναδιοργάνωση, αναδιοργανωτικός, αναδιοργάνωτος. Η λ. αναδιοργανώ ( όω), ούμαι,… … Dictionary of Greek
αναθεωρώ — ( έω) (Α ἀναθεωρῶ) εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω, ελέγχω με ακρίβεια νεοελλ. τροποποιώ, ανασκευάζω ριζικά τις ιδέες, τις θεωρίες ή τις αποφάσεις μου αρχ. εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θεωρῶ. ΠΑΡ. αναθεώρηση ( ις) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ανασυντάσσω — (Α ἀνασυντάσσω) νεοελλ. συντάσσω πάλι, ανασυγκροτώ, ανασχηματίζω αρχ. τροποποιώ την πολεμική εισφορά … Dictionary of Greek
ατροποποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν τροποποιήθηκε, ο αμετάβλητος 2. αυτός που δεν επιδέχεται τροποποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τροποποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
διασκευάζω — (Α διασκευάζω) 1. διευθετώ, τακτοποιώ 2. τροποποιώ, μετατρέπω, μετασκευάζω νεοελλ. επεξεργάζομαι λογοτεχνικά έργα περικόπτοντας, τροποποιώντας ή συμπληρώνοντας τα αρχ. 1. εφοδιάζω 2. στολίζω 3. συλλέγω, απανθίζω λογοτεχνικά κείμενα 4. μέσ.… … Dictionary of Greek