-
1 превратиться
μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι -
2 изменять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изменять
-
3 обращаться
1. (вращаться вокруг своей оси или другого тела) περιστρέφομαι 2. (циркулировать) κυκλοφορώ 3. (адресоваться) απευθύνομαι, αναφέρομαι ^(становиться, превращаться) μεταμορφώνομαι, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι 5. (манипулировать, пользоваться) (напр. осторожно) (μετα)χειρίζομαι, χρησιμοποιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обращаться
-
4 превращать
αλλάζω, μετατρέπω, μεταβάλλω, τροποποιώ, μεταμορφώνω-ся μετατρέπομαι, μεταβάλλομαιμεταμορφώνομαι, γίνομαι, μετασχηματίζομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > превращать
-
5 превратить
превратить, превращать μετατρέπω, μεταβάλλω \превратиться μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι* * *= превращатьμετατρέπω, μεταβάλλω -
6 выливаться
выливать||ся1. χύνομαι, ἐκ-ρέω, ξεχύνομαι, ξεχειλίζω·2. (в определенную форму) παίρνω τή μορφή, μετατρέπομαι. -
7 изменяться
измен||ятьсяἀλλάζω, μεταβάλλομαι, ἀλλάσσω, μετατρέπομαι:погода \изменятьсяяется ὁ καιρός θ'άλλάξει· \изменятьсяяться в лице ἀλλάζω στό πρόσωπο, ἀλλάζω ἔκφραση· все \изменятьсяяется ὀλα ἀλλάζουν. -
8 перерастать
перерастатьнесов, перерасти сов1. с-х· ξεπερνώ στό ὕψος·2. (о людях) ὑπερβαίνω, ξεπερνώ·3. (во что-л.) μετατρέπομαι, μετεξελίσσομαι, μετασχηματίζο. -
9 переходить
переходитьнесов1. (что-л., через что-л.) περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι, διασχίζω:\переходить через реку περνῶ τό ποτάμι· \переходить улицу διασχίζω (или περνῶ) τόν δρόμο·2. (куда-л., κ чему-л.) περνώ:\переходить из одного класса в другой προβιβάζομαι· \переходить на другу́ю работу ἀλλάζω δουλειά· \переходить на сторону противника περνώ μέ τό μέρος τοῦ ἐχθροϋ· \переходить в другу́ю веру ἀλλαξοπι-στῶ·3. (доставаться кому-л.) μεταδίδομαι, περνώ; \переходить по наследству κληρονομούμαι· \переходить из рук в ру́ки περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι·4. (приступать κ чему-л. другому) περνῶ:\переходить к другой теме περνώ σέ ἄλλο θέμα, ἀρχίζω ἄλλο θέμα·5. (превращаться) μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι:\переходить из жидкого состояния в газообразное μεταβάλλομαι ἀπό ὑγρό σέ ἀέριο· ◊ \переходить все границы ξεπερνώ ὅλα τά δρια· \переходить в наступление περνῶ στήν ἐπίθεση· \переходить на «ты» ἀρχίζω νά μιλῶ στον ἐνικό. -
10 превращаться
превращать||сяμετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μεταμορφώνομαι, γίνομαι· ◊ \превращатьсяся в слух γίνομαι ὅλος αὐτιά. -
11 претвориться
претворить||ся1. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι· 2.:\претворитьсяся в жизнь πραγματοποιοῦμαι, ἐφαρμόζομαι στή ζωή. -
12 трансформироваться
трансформ||ироватьсяμετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι. -
13 вылить
-лью, -льешь, παρλθ. χρ. вылил, -ла, -ло ρ.σ.μ.1. εκχύνω, ξεχύνω, αδειάζω, εκκενώνω•вылить воду из бочки ξεχύνω νερό από το βαρέλι.
2. χύνω μέταλλο•вылить колокол из меди χύνω καμπάνα από χαλκό.
|| μτφ. ξεσπώ (για θυμό, αγανάχτηση κ.τ.τ.).3. (διαλκ.) εκδιώκω, βγάζω ζώο έξω από τη φωλιά χύνοντας νερό.1. εκχύνομαι, ξεχύνομαι, χύνομαι•вино -лось из бутылки το κρασί χύθηκε από το μποκάλι.
|| μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, εκφράζομαι•твоя привязанность -лась в письме η αφοσίωση σου ήταν διάχυτη στο γράμμα.
2. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, παίρνω άλλη μορφή, όψη•несочувствие -лось в форму бурного протеста η αντιπάθεια πήρε μορφή θυελλώδικης διαμαρτυρίας.
-
14 выродиться
-ится ρ.σ.1. εκφυλίζομαι.2. αλλάζω• μεταμορφώνομαι, μετατρέπομαι. -
15 заболотить
-лочу, -лотишьρ.σ.μ. τελματώνω, βαλτώνω, μεταβάλλω σε βάλτο.τελματώνομαι, μετατρέπομαι σε βάλτο. -
16 изменить
изменить 1-еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изменённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.αλλάζω, μεταβάλλω αλλοιώνω, μετατρέπω, μεταστρέφω τροποποιώ•ветер -ил направление ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση•
изменить характер αλλάζω το χαρακτήρα•
изменить почерк αλλάζω το γραφικό χαρακτήρα•
проект закона -ли το νομοσχέδιο το τροποποίησαν.
αλλάζω, μεταβάλλομαι αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, μεταστρέφομαι τροποποιούμαι•погода -лясь ο καιρός άλλαξε•
изменить в лице αλλάζω στο πρόσωπο.
изменить 2-еню, -нишьρ.σ. (με δοτ.).1. προδίνω•он -ил своей родине αυτός πρόδοσε την πατρίδα του.
2. παραβαίνω, αθετώ, (απ)αρνούμαι παραβιάζω•изменить убеждения απαρνούμαι τις πεποιθήσεις•
изменить присягу παραβαίνω τον όρκο (επιορκώ)•
изменить своему долгу παραβαίνω. το καθήκο μου.
|| απατώ, απιστώ•муж ей -ил ο σύζυγος την απάτησε.
3. εγκαταλείπω•помять -ла ему η μνήμη τον εγκατέλειψε•
силы -ли ему οι δυνάμεις τον εγκατέλειψαν.
εκφρ.изменить себе – αλλάζω, πράττω, ενεργώ αντίθετα, παρά τα καθιερωμένα. -
17 изменять
-
18 искомкать
-
19 капитализировать
-рую, -руешьρ.δ. κ. σ. κεφαλαιοποιώ, μετατρέπω σε κεφάλαιο.κεφαλαιοποιούμαι, μετατρέπομαι σε κεφάλαιο. -
20 конвертировать
См. также в других словарях:
μετατρέπομαι — μετατρέπομαι, μετατράπηκα βλ. πίν. 180 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετατρέπομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατρέπεσθε — μετατρέπομαι pres imperat mp 2nd pl μετατρέπομαι pres ind mp 2nd pl μετατρέπομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατρέπῃ — μετατρέπομαι pres subj mp 2nd sg μετατρέπομαι pres ind mp 2nd sg μετατρέπομαι pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατρέψει — μετατρέπομαι aor subj act 3rd sg (epic) μετατρέπομαι fut ind mid 2nd sg μετατρέπομαι fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατραπέν — μετατρέπομαι aor inf act (doric) μετατρέπομαι aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατραπέντα — μετατρέπομαι aor part pass neut nom/voc/acc pl μετατρέπομαι aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατραπέντων — μετατρέπομαι aor part pass masc/neut gen pl μετατρέπομαι aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατρεπομένων — μετατρέπομαι pres part mp fem gen pl μετατρέπομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατρεπόμενον — μετατρέπομαι pres part mp masc acc sg μετατρέπομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατρέπει — μετατρέπομαι pres ind mp 2nd sg μετατρέπομαι pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)