-
1 τροπιδεῖον
τροπ-ῐδεῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπιδεῖον
-
2 τροπιδεία
-
3 τροπιδεῖα
-
4 τρόπις
τρόπ-ις, ἡ, gen.Aτρόπεως Placit.2.4.15
, Hdn.Epim. 135; [dialect] Ion. gen.τρόπιος Od. 19.278
, Hdt.2.96;τρόπιδος EM811.21
; dat.τρόπιδι A.R. 1.388
; acc.τρόπιν Hippon.50
, Orph.A. 271: pl. τρόπεις, dat.τρόπισι D.C.48.38
: ([etym.] τρέπω):—ship's keel, Od.5.130, 12.421, Hdt. l. c.;τ. νεός Od.7.252
, 19.278;πλοίου τ. Arist.Metaph. 1013a5
; and poet. ship, S.Fr. 143; τρόπεις θέσθαι lay down keels for building ships, Plu.Demetr.43; cf. τροπιδεῖον: metaph.,λέγε νυν τὴν τ. τοῦ πράγματος Ar.V.30
.
См. также в других словарях:
τροπιδείον — τὸ, Α 1. τρόπιδα, καρίνα 2. φρ. «τροπιδεῑα καταβάλλομαι» τοποθετώ την τρόπιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα εῖον (πρβλ. φορ εῖον)] … Dictionary of Greek
τροπιδεῖα — τροπιδεῖον the keel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)