Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τροπαίου

См. также в других словарях:

  • τροπαίου — τρόπαιον trophy neut gen sg τροπαί̱ου , τροπαῖος of a turning masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Григорий (Феохарус-Хатцитофи) — Архиепископ Григорий Αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος …   Википедия

  • Афанасий (Феохарус) — Епископ Афанасий Επίσκοπος Ἀθανάσιος Епископ Тропейский, викарий Фиатирской архиепископии c 12 апреля 1997 года …   Википедия

  • POETA — per excellentiam dictus Homerus, Athenaeo, l. 1. Dicaearcho in Vita Graeciae, Iustiniano, Institut. de Iur. G. Nat. Harpocrationi in Homeridae, Hesychio, Quintiliano, Institut. Orator. l. 8. c. 5. Senecae, Ep. 58. Aliis: cuius rei causam habes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TROPAEUS — Graece Τρόπαιος, Iovis cognomen, a τρέπεςθαι, quod hostes in fugam verteret: quemadmodum Romanis idem Stator dictus est, quod fugam suorum sisteret. Ei, apud Graecos, statuas aliquando erigebant victores: inprimis postquam usus Tropaeorum in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τρόπαιο — Όρος που προέρχεται από τη λέξη τροπή = σημείο της ήττας του εχθρού, φυγή. Πρόκειται για σύμβολο νίκης, που έστηναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πεδίο της μάχης. Το κατασκεύαζαν από όσα όπλα, περικεφαλαίες κλπ., έπαιρναν από τον εχθρό. Τα όπλα αυτά τα… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε ως μητρόπολη το 1922. Έγινε αρχιεπισκοπή αρχικά το 1954· το 1962 διαιρέθηκε σε τέσσερις μητροπόλεις και το 1968 έγινε πάλι αρχιεπισκοπή. Υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ο αρχιεπίσκοπος Θυατείρων …   Dictionary of Greek

  • κυνηγοί κεφαλών — Λαοί που διατηρούν ως έθιμο την αποκοπή της κεφαλής του ηττημένου εχθρού, τη διατήρησή της και την ανάδειξή της. Ο στολισμός του πολεμιστή με το κρανίο του νικημένου ως είδος τροπαίου αποτελεί τυπικό γνώρισμα αρκετών πρωτόγονων φυλών, ιδίως της… …   Dictionary of Greek

  • Φέλοους, σερ Κάρολος — (Fellows, 1799 – 1860). Άγγλος αρχαιολόγος. Από το 1832 περιηγήθηκε την Ιταλία, την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία και συγκέντρωσε διάφορα έργα γλυπτικής που σήμερα υπάρχουν στο Βρετανικό Μουσείο. Έγραψε πολλά έργα της ειδικότητάς του, τα σπουδαιότερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»