-
1 τροπιδεῖον
τροπιδεῖον, τό, = τροπίς, Kiel, Plat. Legg. VII, 803 a, καταβάλλεσϑαι, nach bessern mss., vulg. τροπίδια.
См. также в других словарях:
τροπίδιον — τὸ, Α [τρόπις, ιδος) 1. υποκορ. τού τρόπις* 2. στον πληθ. τὰ τροπίδια (κατά τον Φώτ.) «τὰ εἰς τρόπον νεὼς εὐθετοῡντα ξύλα μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινὸς καὶ ἀρχῆς πράγματος καὶ ὁ τόπος ἐφ οὗ τίθεται ἡ τρόπις» … Dictionary of Greek