-
1 τρι-ώνυχος
τρι-ώνυχος, mit drei Nägeln, Spitzen, Lycophr. 392, δόρυ.
-
2 τριώνυχος
A with three nails or points, Lyc.392.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριώνυχος
-
3 τριώνυχος
τρι-ώνυχος, mit drei Nägeln, Spitzen
См. также в других словарях:
πεντώνυχος — η, ο / πεντώνυχος, ον, ΝΑ αυτός που στο κάθε άκρο του έχει πέντε νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ώνυχος (< ὄνυξ, υχος), πρβλ. τρι ώνυχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek