-
1 τρι-πλανής
τρι-πλανής, ές, dreifach, von dreien durchirrt, Lycophr. 846, ὁδηγίαι.
-
2 τριπλανής
τρι-πλᾰνής, ές,A wandered through by three, ποδηγία, of the three Gorgons, Lyc.846.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπλανής
-
3 τριπλανής
τρι-πλανής, ές, dreifach, von dreien durchirrt
См. также в других словарях:
τριπλανής — ές, Α πολυπλάνητος, αυτός που έχει περιπλανηθεί πολύ («τριπλανοῡς ποδηγίας», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. πολυ πλανής] … Dictionary of Greek