-
1 τρι-οττίς
-
2 τριοττίς
τρι-οττίς, ίδος, ἡ, ein Ohr-, Halsgeschmeide mit drei daran hängenden Bommeln
См. также в других словарях:
όττις — ὄττις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὄψις». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί αττ. σχηματισμό τού ὄσσε (βλ. λ. όπωπα) με επίθημα ις (πρβλ. και τρι οττίς)] … Dictionary of Greek
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek