-
1 τριοπίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριοπίς
-
2 τριοπίς
-
3 τριοττίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριοττίς
-
4 τρι-οττίς
См. также в других словарях:
τριοπίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τριόφθαλμος εἶναι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τριοττίς κατ επίδραση τού θ. οπ τού ὄπωπα*, αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.] … Dictionary of Greek