Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τρι-κάρηνος

См. также в других словарях:

  • τρικάρηνος — και δωρ. τ. τρικάρανος, ον, Α αυτός που έχει τρεις κεφαλές ή κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δı κάρηνος] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοντακάρηνος — και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, ον, Α αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρι κάρηνος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»