-
1 τρικαρηνος
См. также в других словарях:
τρικάρηνος — και δωρ. τ. τρικάρανος, ον, Α αυτός που έχει τρεις κεφαλές ή κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δı κάρηνος] … Dictionary of Greek
πεντηκοντακάρηνος — και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, ον, Α αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρι κάρηνος)] … Dictionary of Greek