-
1 τρι-γίγας
τρι-γίγας, αντος, ὁ, ein dreifacher, sehr großer Riese, Orph. Arg. 1348.
-
2 τριγίγας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριγίγας
-
3 τριγίγας
τρι-γίγας, αντος, ὁ, ein dreifacher, sehr großer Riese
См. также в других словарях:
τριγίγας — αντος, ὁ, Α πελώριος γίγαντας, τρεις φορές γίγαντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + γίγας] … Dictionary of Greek