-
1 τριακοντετης
-
2 τριακοντέτης
τρῐᾱκοντ-έτης, ες,A = τριακονταέτης, Arist.HA 576a30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακοντέτης
-
3 τριακονταέτης
A thirty years old, Pl.Lg. 914b, 961b (in the former place without a variant, in the latter codd. AO have τριακοντ' ἔτη), PAmh.2.84.12 (ii/iii A. D.), Riv.Fil.57.379 (Aptera, iii/iv A. D.); also in forms [full] τριᾱκοντέτης (q. v.) and [full] τριᾱκοντούτης, ου, ὁ, acc. pl. the men of thirty years,Pl.
R. 539a, Lg. 670a; nom. sg. masc.- ούτης Gal.6.471
; fem. [full] τριακοντοῦτις, Is.6.14, CRAcad.Inscr.1932.85 (Tipasa in Mauretania).II of or for thirty years,τριακονταέτεις σπονδαί Th.5.14
, X.HG5.2.2;αἱ τριακοντούτεις σπονδαί Th.1.23
, 115, 2.2 (whence 5.14 and X. l. c. have been corrected): in fem. form, σπονδὰς τριηκοντοέτιδας (v.l. -ταέτιδας) Hdt.7.149;σπονδαὶ τριακοντούτιδες Ar. Ach. 194
, cf. Eq. 1388, Th.1.87 (though elsewh. he uses the form in νς as fem., v. supr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακονταέτης
См. также в других словарях:
τριακοντέτης — ες, Α βλ. τριακονταετής … Dictionary of Greek
τριακονταετής — ές, και τριακονταετής, ες, θηλ. και τριακονταέτις, ιδος, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονταέτης, ες, και τριακοντέτης, ες, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ετών (α. «τριακονταετής πόλεμος» β. «σπονδαί... τριακονταετεῖς», Ξεν.) 2. (ως επίθ. και ως ουσ … Dictionary of Greek