-
1 τριακονταετης
I.2Plat. = τριακονταέτης См. τριακονταετηςII.2тридцатилетний Thuc., Xen., Plat. -
2 τριακονταέτης
τριᾱκονταέτης, τριακονταετήςmasc /fem acc pl (attic epic doric)τριᾱκονταέτης, τριακονταετήςmasc /fem nom /voc pl (doric aeolic)τριᾱκονταέτης, τριακονταετήςmasc /fem nom sg -
3 τριακονταετής
τριᾱκονταετής, τριακονταετήςmasc /fem nom sg -
4 τριακονταετής
ης, ες тридцатилетний -
5 τριακονταέτης
A thirty years old, Pl.Lg. 914b, 961b (in the former place without a variant, in the latter codd. AO have τριακοντ' ἔτη), PAmh.2.84.12 (ii/iii A. D.), Riv.Fil.57.379 (Aptera, iii/iv A. D.); also in forms [full] τριᾱκοντέτης (q. v.) and [full] τριᾱκοντούτης, ου, ὁ, acc. pl. the men of thirty years,Pl.
R. 539a, Lg. 670a; nom. sg. masc.- ούτης Gal.6.471
; fem. [full] τριακοντοῦτις, Is.6.14, CRAcad.Inscr.1932.85 (Tipasa in Mauretania).II of or for thirty years,τριακονταέτεις σπονδαί Th.5.14
, X.HG5.2.2;αἱ τριακοντούτεις σπονδαί Th.1.23
, 115, 2.2 (whence 5.14 and X. l. c. have been corrected): in fem. form, σπονδὰς τριηκοντοέτιδας (v.l. -ταέτιδας) Hdt.7.149;σπονδαὶ τριακοντούτιδες Ar. Ach. 194
, cf. Eq. 1388, Th.1.87 (though elsewh. he uses the form in νς as fem., v. supr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακονταέτης
-
6 τριᾱκονταετής
τριᾱκοντα-ετής, ές, dreißigjährig -
7 τριᾱκονταέτης
τριᾱκοντα-έτης, ὁ, der Dreißigjährige -
8 τριακονταετής,-ής,-έςτό N 3 0-1-0-0-0=1[/*] 1 Chr 23,3
Lust (λαγνεία) > τριακονταετής,-ής,-έςτό N 3 0-1-0-0-0=1[/*] 1 Chr 23,3
-
9 τριηκονταετέσι
τριακονταετήςmasc /fem /neut dat pl (ionic) -
10 τριηκοντοέτιδας
τριακονταετήςfem acc pl -
11 τριακοντούτη
τριᾱκοντούτη, τριακονταετήςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τριᾱκοντούτη, τριακονταετήςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)τριᾱκοντούτη, τριακονταετήςmasc /fem acc sg (attic epic doric)τριᾱκοντούτη, τριακονταετήςvoc sg——————τριᾱκοντούτῃ, τριακονταετήςdat sg (attic epic ionic) -
12 τριακοντούτης
τριᾱκοντούτης, τριακονταετήςmasc /fem acc pl (attic epic doric)τριᾱκοντούτης, τριακονταετήςmasc /fem nom /voc pl (doric aeolic)τριᾱκοντούτης, τριακονταετήςmasc /fem nom sgτριᾱκοντούτης, τριακονταετήςnom sg -
13 τριακονταετή
τριᾱκονταετῆ, τριακονταετήςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τριᾱκονταετῆ, τριακονταετήςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)τριᾱκονταετῆ, τριακονταετήςmasc /fem acc sg (attic epic doric) -
14 τριακονταετῆ
τριᾱκονταετῆ, τριακονταετήςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τριᾱκονταετῆ, τριακονταετήςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)τριᾱκονταετῆ, τριακονταετήςmasc /fem acc sg (attic epic doric) -
15 τριακονταέτη
τριᾱκονταέτη, τριακονταετήςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τριᾱκονταέτη, τριακονταετήςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)τριᾱκονταέτη, τριακονταετήςmasc /fem acc sg (attic epic doric) -
16 τριακοντούτας
τριᾱκοντούτᾱς, τριακονταετήςmasc /fem acc pl (doric aeolic)τριᾱκοντούτᾱς, τριακονταετήςacc plτριᾱκοντούτᾱς, τριακονταετήςnom sg (epic doric aeolic) -
17 τριακοντετης
-
18 τριακοντουτης
-
19 τριακονταετεί
τριᾱκονταετεῖ, τριακονταετήςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)τριᾱκονταετεῖ, τριακονταετήςmasc /fem /neut dat sg -
20 τριακονταετεῖ
τριᾱκονταετεῖ, τριακονταετήςmasc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)τριᾱκονταετεῖ, τριακονταετήςmasc /fem /neut dat sg
См. также в других словарях:
τριακονταέτης — τριᾱκονταέτης , τριακονταετής masc/fem acc pl (attic epic doric) τριᾱκονταέτης , τριακονταετής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τριᾱκονταέτης , τριακονταετής masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονταετής — ές, και τριακονταετής, ες, θηλ. και τριακονταέτις, ιδος, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονταέτης, ες, και τριακοντέτης, ες, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ετών (α. «τριακονταετής πόλεμος» β. «σπονδαί... τριακονταετεῖς», Ξεν.) 2. (ως επίθ. και ως ουσ … Dictionary of Greek
τριακονταέτης — ες, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονταέτης, ες, Α βλ. τριακονταετής … Dictionary of Greek
τριακονταετής — τριᾱκονταετής , τριακονταετής masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριακονταετής πόλεμος — Ευρωπαϊκή σύρραξη, που έγινε κατά το μεγαλύτερο μέρος της, σε γερμανικό έδαφος, μεταξύ των ετών 1618 και 1648. Προήλθε από τις θρησκευτικές διαμάχες, αλλά σύντομα εξελίχθηκε σε γενική πολεμική κινητοποίηση εναντίον των Αψβούργων, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
τριηκονταετέσι — τριακονταετής masc/fem/neut dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοντοέτιδας — τριακονταετής fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
τριακοντούτη — τριᾱκοντούτη , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακοντούτης — τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem acc pl (attic epic doric) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom sg τριᾱκοντούτης , τριακονταετής nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονταετῆ — τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)