-
21 λεπτοθριξ
-
22 λευκοθριξ
-
23 μαλακοθριξ
-
24 μελανθριξ
-
25 μελανοθριξ
-
26 μικροτριχος
-
27 ξανθοθριξ
-
28 ολιγοτριχος
-
29 ορθοθριξ
(φόβος Aesch.)
-
30 ουλοθριξ
-
31 παχυθριξ
-
32 ποικιλοθριξ
-
33 πολυθριξ
-
34 πυρροθριξ
-
35 ριζα
ἥ1) корень (sc. ἐλαίης Hom.; τριχός Arst.)2) целебный корень, зелье(ῥ. ὀδυνήφατον Hom.)
3) перен. корень, источник, начало(κακῶν Eur.; ῥ. γένους Soph.; καλοκἀγαθίας Plut.)
ἐκ ῥιζῶν ἀναιρεῖν τι Plut. — вырвать что-л. с корнем4) подошва, подножье(τοῦ λόφου Polyb.)
5) основание, основа(ῥ. πάντων καὴ βάσις Plat.)
6) перен. ствол, ветвьῥ. χθονός Pind. — часть света, материк
7) род или происхождение(εὐγενής Eur.)
-
36 σκληροθριξ
-
37 σκολιοθριξ
-
38 σκοτοδασυπυκνοθριξ
-
39 σταχυοθριξ
-
40 τανυθριξ
См. также в других словарях:
τριχός — θρίξ hair fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐκ τριχός κρέμεται. — См. На волоске … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παχύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες 2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + θριξ, τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί θριξ] … Dictionary of Greek
περίθριξ — τριχος, ἡ, Α πλόκαμος, μπούκλα μαλλιών που δεν έχει κοπεί ποτέ από τη γέννηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
πιννινόθριξ — τριχος, ὁ, Μ φρ. «πιννινόθριξ μαλλός» έριο, μαλλί, όμοιο προς τις επιμήκεις, μεταξοειδείς ίνες τής πίννας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίννα + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
ποικιλόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α (για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό τρίχωμα ή φτέρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρίξ, τριχός (πρβλ. πολύ θριξ)] … Dictionary of Greek
πολιόθριξ — τριχος, β, ή, ΜΑ αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό θριξ] … Dictionary of Greek
πυρινόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κοκκινωπά μαλλιά, ο κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρινος (Ι) + θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μελανό θριξ, πυρρό θριξ] … Dictionary of Greek
σγουρομελάνθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Μ σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός + μέλας + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
σκληρόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. σκληρότριχος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που έχει τραχύ τρίχωμα 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει σκληρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + θρίξ, τριχός (πρβλ. μελανό θριξ)] … Dictionary of Greek
σκολιόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, ΜΑ σγουρομάλλης αρχ. (για φυτά) αυτός που έχει κατσαρά φύλλα («σκολιότριχος ἄνθος ἀκάνθης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «καμπύλος» + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek