-
1 ξανθοθριξ
См. также в других словарях:
μακρόθριξ — μακρόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (ΑM) αυτός που έχει μακριές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + θρίξ, τριχός (πρβλ. ξανθό θριξ, πυκνό θριξ)] … Dictionary of Greek
μελισσόθριξ — μελισσόθριξ, τριχος, ὁ και ή (ΑM, Μ και μελισσίθριξ) αυτός που έχει μαλλιά καστανόξανθα ή κοκκινωπά, στο χρώμα τής μέλισσας ή τού μελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + θρίξ, τριχός (πρβλ. δασύ θριξ, ξανθό θριξ)] … Dictionary of Greek
μαυρότριχος — μαυρότριχος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + θρίξ, τριχός (πρβλ. ξανθό τριχος)] … Dictionary of Greek