Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ξανθό-θριξ

См. также в других словарях:

  • μακρόθριξ — μακρόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (ΑM) αυτός που έχει μακριές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + θρίξ, τριχός (πρβλ. ξανθό θριξ, πυκνό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • μελισσόθριξ — μελισσόθριξ, τριχος, ὁ και ή (ΑM, Μ και μελισσίθριξ) αυτός που έχει μαλλιά καστανόξανθα ή κοκκινωπά, στο χρώμα τής μέλισσας ή τού μελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + θρίξ, τριχός (πρβλ. δασύ θριξ, ξανθό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • μαυρότριχος — μαυρότριχος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + θρίξ, τριχός (πρβλ. ξανθό τριχος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»