-
1 τριχομανές
τρῐχο-μᾰνές, τό,A water-wort, Asplenium Trichomanes, Thphr.HP7.14.1, Dsc.4.135.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριχομανές
-
2 εὔπτερος
εὔπτερος, ον,A well-winged, well-plumed, of birds, S.OT 175 (lyr.); αὐχένες, δέμας, E. Ion 1200, 1203; φαρέτρα v.l. in Bion 1.82 (Tricl.): metaph., εὔ. γυναῖκες high-plumed dames, Ar.Nu. 800.II εὔπτερον, τό, = ἀδίαντον, Ps.-Dsc.4.134; = τριχομανές, ib.135.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔπτερος
-
3 τριχοφυής
τρῐχο-φῠής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριχοφυής
-
4 ἀδίαντος
A unwetted,ἀδιάντοισι παρειαῖς Simon.37.3
;ἀ. ἐξ ἁλός B.16.122
; not bathed in sweat,σθένος Pi.N.7.72
.II as Subst., ἀδίαντος, ὁ, maidenhair, Adiantum Capillus-Veneris, Orph. A. 915: [full] ἀδίαντον, τό, Theoc.13.41;ἀ. [τὸ μέλαν] Thphr.HP7.10.5
: pl., Plu.2.614b.2 ἀ. τὸ λευκόν, = τριχομανές, Thphr.HP7.14.1, Dsc.4.135.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδίαντος
См. также в других словарях:
τριχομανές — το, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην τάξη πολυποδιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα και περιλαμβάνει 300 περίπου είδη φτέρης τών τροπικών και υποτροπικών, κυρίως, περιοχών αρχ. το φυτό ασπλένιο, κν. γνωστό σήμερα ως πολυτρίχι.… … Dictionary of Greek
καλλίθριξ — καλλίθριξ, τριχος (Α) 1. αυτός που έχει ωραία μαλλιά, ωραίο τρίχωμα («καλλίτριχα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που έχει ωραία χαίτη («καλλίτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. ως ουσ. το ποώδες φυτό ασπλήνιο το τριχομανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θριξ (<… … Dictionary of Greek
τριχοφυής — ές, ΝΑ 1. αυτός που συντελεί στην έκφυση τριχών 2. το ουδ. ως ουσ. το τριχοφυές το φυτό τριχομανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + φυής (< φύω / ομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. κερατο φυής] … Dictionary of Greek
ՁԱՐԽՈՏ — (ոյ կամ ի.) NBH 2 0148 Chronological Sequence: Unknown date գ. Խոտ վարսաւոր՝ մանրատերեւ, մշտականաչ, ʼի խոնաւ վայրս, այլ իբր անթաց: Բժշկարան. ուր կոչի եւ Դիւաձար, Պառվու ձար. Գետնիձար, Խոզիմազ, Ջրհորի գինձ. ... յն. ἁδίαντον . այսինքն անթաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)