Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τριχομανές

См. также в других словарях:

  • τριχομανές — το, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην τάξη πολυποδιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα και περιλαμβάνει 300 περίπου είδη φτέρης τών τροπικών και υποτροπικών, κυρίως, περιοχών αρχ. το φυτό ασπλένιο, κν. γνωστό σήμερα ως πολυτρίχι.… …   Dictionary of Greek

  • καλλίθριξ — καλλίθριξ, τριχος (Α) 1. αυτός που έχει ωραία μαλλιά, ωραίο τρίχωμα («καλλίτριχα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που έχει ωραία χαίτη («καλλίτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. ως ουσ. το ποώδες φυτό ασπλήνιο το τριχομανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θριξ (<… …   Dictionary of Greek

  • τριχοφυής — ές, ΝΑ 1. αυτός που συντελεί στην έκφυση τριχών 2. το ουδ. ως ουσ. το τριχοφυές το φυτό τριχομανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + φυής (< φύω / ομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. κερατο φυής] …   Dictionary of Greek

  • ՁԱՐԽՈՏ — (ոյ կամ ի.) NBH 2 0148 Chronological Sequence: Unknown date գ. Խոտ վարսաւոր՝ մանրատերեւ, մշտականաչ, ʼի խոնաւ վայրս, այլ իբր անթաց: Բժշկարան. ուր կոչի եւ Դիւաձար, Պառվու ձար. Գետնիձար, Խոզիմազ, Ջրհորի գինձ. ... յն. ἁδίαντον . այսինքն անթաց.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»