-
1 τριττύα
τριττύᾱ, τριττύαfem nom /voc /acc dualτριττύᾱ, τριττύαfem nom /voc sg (doric aeolic)τριττύςthe number three: fem acc sg -
2 τριττύα
A = τριττύς 11, Epich.187 (acc. to Eust., but he prob. wrote τρίκτοια like Sophr. infr.), Ister 34; acc. pl.τριττύας χρυσόκερως Porph.Abst.2.60
; also [full] τρικτεύα or [full] τρίκτευα, IG22.1126.34 (Amphict. Delph., iv B. C.); [full] τρίττοια βόαρχος χρυσόκερως ib.12.76.37, 845.6, cf. Theognost.Can.103; [full] τρίττοα, IG12.5.5 (Eleusis, v B. C.); τρικτοι (sic cod. A Ath.)ἀλεξιφαρμάκων Sophr.3
(perh. τρίκτοι' ἀλ. rather than τρικτὺς ἀλ. as Schweigh., Kaibel): Hsch. also cites [full] τρίκτειρα ( = θυσία Ἐνυαλίῳ, θύεται δὲ πάντα τρία καὶ ἔνορχα).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριττύα
-
3 τριττύας
τριττύᾱς, τριττύαfem acc plτριττύᾱς, τριττύαfem gen sg (doric aeolic)τριττύςthe number three: fem acc plτριττύςthe number three: fem acc pl -
4 τριττύαι
τριττύᾱͅ, τριττύαfem dat sg (doric aeolic) -
5 τριττύαν
τριττύᾱν, τριττύαfem acc sg (doric aeolic) -
6 τριττυών
-
7 τριττυῶν
-
8 τρίκτειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίκτειρα
-
9 τρικτύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρικτύς
-
10 τρίττοια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίττοια
-
11 τριττύς
Aτριττῦς Arist.Ath.21.3
, cf. Harp.:—the number three, Hsch., Phot.:— νικᾶν τριττύν win three victories, Philostr.Gym.33.II sacrifice of three animals, used specially on making solemn oaths,—boar, goat, and ram, Sch.Ar.Pl. 820; bull, boar, and ram, Call.Fr. 403; bull, goat, and boar, Ister 34; two sheep and an ox, Epich.187 (v. τριττύα).III at Athens, a third of the φυλή, IG12.190.7, 884, al., D.14.23, Aeschin.3.30, Arist.Ath.21.3: in form [full] τριπτύς, IG12(5).594 (Ceos, iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριττύς
См. также в других словарях:
τριττύα — τριττύᾱ , τριττύα fem nom/voc/acc dual τριττύᾱ , τριττύα fem nom/voc sg (doric aeolic) τριττύς the number three fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριττύα — και τρικτύα και τρίκτοια και τρίττοια και τρίκτευα και τρικτεύα και τρίττοα και τρίκτειρα, ἡ, Α θυσία τριών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς, κατά τα θηλ. σε α (πρβλ. ὄστρυς: ὀστρύα). Οι τ. τρίττοια / τρίκτοια και τρίττοα είναι πιθανότατα δ … Dictionary of Greek
τριττύας — τριττύᾱς , τριττύα fem acc pl τριττύᾱς , τριττύα fem gen sg (doric aeolic) τριττύς the number three fem acc pl τριττύς the number three fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριττύαι — τριττύᾱͅ , τριττύα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριττύαν — τριττύᾱν , τριττύα fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Тройная жертва — • Τριττύα, suovetaurilia, см. Жертва, 4 … Реальный словарь классических древностей
τριττυῶν — τριττύα fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЖЕРТВА — • Sacrificĭa. В обширном смысле под Ж. разумеется всякое приношение богам, которым выражается или зависимость от них, или свидетельство благоговения и благодарности к ним или посредством которого желают приобрести божественную милость … Реальный словарь классических древностей
τρίκτειρα — ἡ, Α βλ. τριττύα … Dictionary of Greek
τρίκτευα — και τρικτεύα, ἡ, Α βλ. τριττύα … Dictionary of Greek
τρίκτοια — και τρίττοια, ἡ, Α βλ. τριττύα … Dictionary of Greek